-
1 πραγμάτιον
πραγμάτιονtrifling matter: neut nom /voc /acc sg -
2 πραγμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγμάτιον
-
3 πραγματίοις
πραγμάτιονtrifling matter: neut dat pl -
4 πραγματίου
πραγμάτιονtrifling matter: neut gen sgπραγματίαςtiresome: masc gen sg -
5 πραγμάτια
πραγμάτιονtrifling matter: neut nom /voc /acc pl -
6 πραγματίω
-
7 πραγματίῳ
-
8 πραγμάτι'
πραγμάτια, πραγμάτιονtrifling matter: neut nom /voc /acc plπραγμάτιαι, πραγματίηprosecution of business: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
πραγμάτιον — trifling matter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτιον — το, Α [πρᾱγμα, ατος] 1. μηδαμινή υπόθεση 2. μικρή και ασήμαντη δίκη … Dictionary of Greek
πραγματίοις — πραγμάτιον trifling matter neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίου — πραγμάτιον trifling matter neut gen sg πραγματίας tiresome masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίῳ — πραγμάτιον trifling matter neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτια — πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)