Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πραγμάτιον

См. также в других словарях:

  • πραγμάτιον — trifling matter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγμάτιον — το, Α [πρᾱγμα, ατος] 1. μηδαμινή υπόθεση 2. μικρή και ασήμαντη δίκη …   Dictionary of Greek

  • πραγματίοις — πραγμάτιον trifling matter neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματίου — πραγμάτιον trifling matter neut gen sg πραγματίας tiresome masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματίῳ — πραγμάτιον trifling matter neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγμάτια — πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»