-
121 затишье
затишьес1. ἡ γαλήνη, ἡ κάλμα, ἡ ἡσυχία:\затишье перед грозой ἡ γαλήνη πρίν ἀπ· τή θύελλα·2. перен ἡ κάλμα, ἡ ἡσυχία -
122 как
как1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:\как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·2. нареч воскл. πῶς, τί:\как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·3. нареч относ. ὅπως, ὠς:я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό. -
123 назад
назаднареч (ό)πίσω, ὀπισθεν:шаг \назад ἕνα βήμα (προς τά) πίσω· возвращаться \назад γυρίζω πίσω· брать \назад παίρνω πίσω· ◊ два года тому́ \назад ἐδῶ καί δυό χρόνια, πρίν ἀπό δυό χρόνια. -
124 недавний
недав||нийприл πρόσφατος:\недавний случай τό πρόσφατο συμβάν с \недавнийнего времени, с \недавнийних пор πρίν (ἀπό) λίγο καιρό, προσφάτως. -
125 оглянуться
оглянуть||сясов см. оглядываться· он не успел \оглянутьсяся, как... πριν προλάβει να δει γύρω του... -
126 очередность
очередност||ь ж ἡ κανονική διαδοχή, ἡ σειρά:в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά· установить \очередность καθορίζω τήν σειρά[ν], καθορίζω τήν προτεραιότητα о́черед||ь ж1. (последовательность) ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:по \очередностьи μέ τήν σειρά· теперь \очередность за вами τώρα εἶναι ἡ σειρά σας· в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά·2. (группа людей) ἡ γραμμή, ἡ οὐρά, ἡ σειρά:живая \очередность ἡ οὐρά·3. воен. ἡ ριπή:пулеметная \очередность ἡ ριπή πολυβόλου· ◊ в свою \очередность μέ τήν σειρά του· в первую \очередность πρίν ἀπ· ὀλα, πρωτίστως. -
127 предвкусить
предвкуситьсов, предвкушать несов ἀπολαμβάνω ἀπό τά πρίν, χαίρομαι προκαταβολικά / ἀναμένω (ожидать):предвкушать удовольствие δοκιμάζω προκαταβολική εὐχαρίστηση. -
128 предобеденный
предобеденныйприл προμεσημβρινός, ὁ πρίν ἀπό τό γεῦμα
См. также в других словарях:
πρίν — before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… … Dictionary of Greek
πριν — 1. επίρρ. χρον., προηγουμένως: Δεν άκουσα τι είπατε πριν. 2. χρον. σύνδ., προτού: Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. 3. ως πρόθ. μαζί με το από: Πριν από τον τελευταίο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὶν ἰχθοὺς λαβεῖν, ἁλμὴν κυκᾷς. — См. В мутной воде рыбу ловить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. — μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. См. Не спеши карать, спеши выслушать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μὴ πρότερον εἰς βουλὴν παρέλθῃς, πρὶν ἂν κληθείης. — См. На совет чужой не ходи; пока позовут, подожди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek