Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρίν+γ'+ὅτ'+ἄν

  • 21 перед

    перед I
    предлог с твор. п.
    1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:
    \перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·
    2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:
    \перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·
    3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:
    долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον
    4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:
    они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.
    перед II
    м τό μπροστινό μέρος:
    \перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > перед

  • 22 прежде

    прежде
    1. нареч ἄλλοτε, (έ)νωρίτερα / παληότερα (в старину):
    тебе следовало подумать об этом \прежде ἔπρεπε νά τό σκεφθείς ἐνωρίτερα· \прежде он был сильнее παληότερα ήταν πιό δυνατός·
    2. предлог с род. п. πρίν:
    пришел \прежде всех ήλθε πρίν ἀπ' ὅλους· \прежде всего́ πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτα ἀπ' ὅλα, πρωτίστως· ◊ \прежде чем πρίν νά.

    Русско-новогреческий словарь > прежде

  • 23 перед

    κ. передо πρόθ. με οργν.
    1. μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ•

    он стойл передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου•

    перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του•

    не отступать перед трудностями δεν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες•

    извиниться перед учителем ζητώ συγγνώμη από το δάσκαλο•

    он ничто перед ним αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ αυτόν.

    2. πριν, προ, προτού•

    это было перед моим поступлением в школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο•

    перед замужеством πριν την παντρεί,ά•

    перед едой принимала лекарство αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο.

    || νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα•

    он приехал перед нами αυτός ήρθε νωρίτερα από μας.

    3. προς, για•

    долг перед родиной το καθήκο προς την πατρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перед

  • 24 Before

    prep.
    Of place: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), Ar. and P. ἔμπροσθεν (gen.), V. προς (gen.), προιθε (gen.), προιθεν (gen.), πρόσθε (gen.).
    Of time: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθεν (gen.) (also Xen. but rare P.), πρόσθε (gen.), προς (gen.), προιθεν (gen.), προιθε (gen.).
    Of preference or superiority: P. and V. πρό (gen.), ἐππροσθεν (gen.), V. προς (gen.), πρόσθε (gen.), προιθεν (gen.), προιθε (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).
    In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).
    Into the presence of: P. and V. παρ (acc.), ὡς (acc.).
    Appear before (a judge, etc.): P. and V. εἰσέρχεσθαι εἰς or πρός (acc.).
    (Speak, plead) before: P. and V. ἐν (dat.).
    Leochares is the cause of my speaking before you: P. αἴτιος μέν ἐστι Λεωχαρὴς τοῦ... ἐμὲ λέγειν ἐν ὑμῖν (Dem. 1080).
    The citizens will become beller with this as an example before them: P. τούτῳ παραδείγματι χρώμενοι βελτίους ἔσονται οἱ πολῖται (Lys. 140).
    The day before: P. τῇ προτεραίᾳ (gen. or absol.).
    On the day before the trial: P..τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης (Plat., Phaedo, 58A).
    Before heaven ( in adjurations): P. and V. πρὸς θεῶν.
    ——————
    adv.
    Of place: P. and V. πρόσθεν, ἐππροσθεν, P. ἔμπροσθεν.
    Of time: P. and V. πρόσθεν, πρίν, τὸ πρίν, πρὸ τοῦ, πρότερον, P. ἔμπροσθεν, Ar. and V. προς, V. προιθεν τὸν πρὸ τοῦ χρόνον.
    Formerly, long ago: P. and V. πλαι, πλαι ποτέ; see Formerly.
    Already: P. and V. ἤδη.
    Hitherto: P. and V. εἰς τὸ νῦν, P. μέχρι τοῦ νῦν; see Hitherto.
    ——————
    conj.
    P. and V. πρν, Ar. and P. πρότερον ἤ, πρότερον πρν.
    The day before he set sail: P. τῇ προτεραίᾳ ἢ ἀνήγετο (Lys. 153).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Before

  • 25 досрочно

    досрочн||о
    нареч πρίν τήν προθεσμία, πρίν λήξει ἡ προθεσμία:
    выполнить план \досрочно ἐκπληρώνω τό πλάνο πρίν τήν προθεσμία.

    Русско-новогреческий словарь > досрочно

  • 26 задолго

    задолго
    нареч πολύ πρίν, ἀπο πολύ καιρό πρίν:
    \задолго до начала πολύ πρίν ἀρχίσει.

    Русско-новогреческий словарь > задолго

  • 27 незадолго

    незадолго
    нареч λίγο πρίν, μόλις πρίν:
    \незадолго до смерти λίγο πρίν πεθάνει.

    Русско-новогреческий словарь > незадолго

  • 28 задолго

    επίρ.
    πολύ πριν•

    задолго до рассвета! πολύ πριν να φέξει,• задолго до зимы πολύ πριν το χειμώνα.

    Большой русско-греческий словарь > задолго

  • 29 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 30 назад

    επίρ.
    πίσω, προς τα πίσω•

    сделать шаг назад κάνω ένα βήμα πίσω•

    пятиться назад βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ•

    поворотить (повернуть) назад γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω•

    заложить руки назад βάζω τα χέρια πίσω•

    взять своё слово παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακαλώ)•

    взять назад своё рещние ανακαλώ την απόφαση μου•

    два дня тому назад πριν δυό μέρες•

    с месяц тому назад πριν ένα μήνα περίπου•

    год назад ένα χρόνο πριν•

    отдйй деньги назад δόσε πίσω τα χρήματα•

    туда и назад για μετάβαση και επιστροφή, αλλέ—ρετούρ.

    Большой русско-греческий словарь > назад

  • 31 недавний

    -яя, —ее, επ. όχι πριν πολύ καιρό, πρόσφατος, νωπός, ζεστός, φρέσκος, σύ-νωρος•

    -ее происшествие πρόσφατο συμβάν ή γεγονός•

    -ее время πριν λίγο καιρό (τελευταία)•

    -ое знакомство πρόσφατη γνωριμία•

    с -его времени, с -их пор πριν λίγο, πρόσφατα, κλπ.

    επίρ.
    βλ. недавно.

    Большой русско-греческий словарь > недавний

  • 32 обед

    α.
    γεύμα (μεσημβρινό φαγητό)• φαγητό, φαΐ, τροφή• μεσημέρι, γιόμα (χρόνος)•

    после -а μετά το φαγητό ή μετά το μεσημέρι•

    до -а πρίν το γεύμα ή πριν το φαγητό πριν το μεσημέρι•

    прощальный обед αποχαιρετιστήριο γεύμα, μπενετάδα•

    во время -а πάνω στο γεύμα, την ώρα του φαγητού•

    за -ом στο φαγητό, στο τραπέζι•

    он застал меня за -ом αυτός με βρήκε στο φαΐ• пригласить к -у; просить (звать) на обед προσκαλώ σε γεύμα•

    подавить обед σερβίρω το φαγητό•

    готовить обед ετοιμάζω (μαγειρεύω) το φαγητό•

    обед готов; обед подан; обед на столе το φαγητό είναι σερβιρισμένο•

    званый обед γιορταστικό (επίσημο)γεύμα.

    Большой русско-греческий словарь > обед

  • 33 раньше

    επίρ.
    1. (συγκριτικός βαθμός του επίρ. рано)• νωρίτερα, πιο νωρίς• πρωτύτερα•

    он встал рано, а я ещё раньше αυτός σηκώθηκε νωρίς, αλλά εγώ ακόμα νωρίτερα•

    раньше всех проснулась мать πρωτύτερα απ όλους ξύπνησε η μάνα.

    2. πριν, μπροστά•

    не раньше двух часов όχι πριν τις δυό η ώρα.

    3. πρώτον, πρώτα, πρότερον•

    раньше выслушайте, а потом браните πρώτα ακούστε (με) και μετά μαλώστε (με)•

    раньше мы были друзьями πρώτα (πριν) ήμασταν φίλοι.

    Большой русско-греческий словарь > раньше

  • 34 плюсование

    (ткани, кожи) о εμποτι-σμός/το (εμ)πότισμα (των υφασμάτων, δερμάτων σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο), -ть (ткань, кожу) εμποτίζω (το ύφασμα ή το δέρμα σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюсование

  • 35 год

    год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный \год το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) \год ολόκληρο χρόνο через \год μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) \году πέρ(υ)σι (του χρόνου) \год тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) \году φέτος из года в \год από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый \год το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!
    * * *
    м
    το έτος, η χρονιά, ο χρόνος

    уче́бный год — το διδακτικό έτος; το σχολικό έτος ( в школе)

    весь ( или це́лый) год — ολόκληρο χρόνο

    че́рез год — μετά ένα χρόνο

    в про́шлом (в бу́дущем) году́ — πέρ(υ)σι (του χρόνου)

    год тому́ наза́д — πριν ένα χρόνο, πέρσι

    в теку́щем ( или в э́том) году́ — φέτος

    из го́да в год — από χρόνο σε χρόνο

    ••

    Но́вый год — το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά

    с Но́вым го́дом! — ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!

    Русско-греческий словарь > год

  • 36 досрочно

    досрочно: сделать что-л. \досрочно κάνω (или εκτελώ) κάτι πριν από τη λήξη της προθεσμίας
    * * *

    сде́лать что-л. досро́чно — κάνω ( или εκτελώ) κάτι πριν από τη λήξη της προθεσμίας

    Русско-греческий словарь > досрочно

  • 37 досрочный

    досрочный πριν από τη λήξη της προθεσμίας προεξοφλη τικός (о погашении долга)
    * * *
    πριν από τη λήξη της προθεσμίας; προεξοφλητικός ( о погашении долга)

    Русско-греческий словарь > досрочный

  • 38 доходить

    доходить см. дойти не \доходитья... πριν φτάσω...
    * * *

    не доходя́... — πριν φτάσω…

    Русско-греческий словарь > доходить

  • 39 еда

    еда ж το φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή (пища) за едой την ώρα του φαγητού перед едой πριν το φαγητό после еды μετά το φαγητό
    * * *
    ж
    το φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή ( пища)

    за едо́й — την ώρα του φαγητού

    пе́ред едо́й — πριν το φαγητό

    по́сле еды́ — μετά το φαγητό

    Русско-греческий словарь > еда

  • 40 назад

    назад 1) πίσω, προς τα πίσω' пойдёмте \назад ας επιστρέψουμε ( πίσω) 2) (о сроке): год (тому) \назад πριν ένα χρόνο, εδώ και ένα χρόνο
    * * *
    1) πίσω, προς τα πίσω

    пойдёмте наза́д — ας επιστρέψουμε (πίσω)

    год (тому́) наза́д — πριν ένα χρόνο, εδώ και ένα χρόνο

    Русско-греческий словарь > назад

См. также в других словарях:

  • πρίν — before indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

  • πριν — 1. επίρρ. χρον., προηγουμένως: Δεν άκουσα τι είπατε πριν. 2. χρον. σύνδ., προτού: Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. 3. ως πρόθ. μαζί με το από: Πριν από τον τελευταίο πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὶν ἰχθοὺς λαβεῖν, ἁλμὴν κυκᾷς. — См. В мутной воде рыбу ловить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. — μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. См. Не спеши карать, спеши выслушать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μὴ πρότερον εἰς βουλὴν παρέλθῃς, πρὶν ἂν κληθείης. — См. На совет чужой не ходи; пока позовут, подожди …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»