Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρίνινος

См. также в других словарях:

  • πρίνινος — made from the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίνινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος 2. μτφ. δυνατός και τραχύς, όπως ο πρίνος («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», Αριστοφ.) 3. φρ. «μύκητες πρίνινοι» μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος +… …   Dictionary of Greek

  • πρινίνων — πρίνινος made from the fem gen pl πρίνινος made from the masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίνινον — πρίνινος made from the masc acc sg πρίνινος made from the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρινίνη — πρίνινος made from the fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρινίνην — πρίνινος made from the fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρινίνης — πρίνινος made from the fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρινίνοις — πρίνινος made from the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρινίνους — πρίνινος made from the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρινίνῳ — πρίνινος made from the masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίνινα — πρίνινος made from the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»