-
1 πρίγιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρίγιστος
-
2 πρεῖγυς
πρεῖγ-υς, ὁ, Cret.,A = πρέσβυς, old man, ib.4992a iii 2; also in [comp] Comp., acc. sg. older,Leg.Gort.
12.34, cf. Supp.Epigr.1.414.9 (Crete, v/iv B. C., dub. sens.), and [comp] Sup. oldest,Leg.Gort.
7.23, al.—Cogn. forms are [full] πρεγγευτάς, [full] πρεσγευτάς, [full] πρεισγευτάς, = πρεσβευτής, Supp.Epigr.4.599.13, 17 (Teos, ii B. C.), GDI 5148.12, 5167.11; [full] πρήγιστος, = πρέσβιστος, president, ib.5034.5; βουλῆς ib.2562.23 ([place name] Hierapytna); also [full] πρίγιστος, Sammelb. 1042 (vi B. C.); [full] πρεσγέα, ἁ, Argive for πρεσβεία, SIG 56.38 (Argos, v B. C.). (For the etym. v. πρέσβυς fin.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεῖγυς
См. также в других словарях:
πρίγιστος — ίστη, ον, Α (δ. γρφ·) βλ. πρήγιστος … Dictionary of Greek
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek
πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… … Dictionary of Greek
πρήγιστος — και πρίγιστος, η, ον, Α βλ. πρέσβιστος … Dictionary of Greek