Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρέσβευμα

См. также в других словарях:

  • πρέσβευμα — ambassador neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβευμα — ατος, τὸ, Α [πρεσβεύω] 1. πρεσβευτής 2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία 3. αποστολή πρέσβεων …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεύμασι — πρέσβευμα ambassador neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύμαθ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύματ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβος — εος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πρέσβευμα*. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»