Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρέπει

  • 21 должен

    должен
    предик безл
    1. перевод, личными формами от глаг. ὁφείλω, χρ(ε)ωστω:
    сколько я тебе \должен? πόσα σοῦ χρ(ε)ωστῶ;·
    2. (быть обязанным сделать что-л.) ὁφείλω, πρέπει, εἶμαι ὑποχρεωμένος:
    я \должен быть до́ма ὁφείλω νά εἶμαι στό σπίτι· я \должен послать телеграмму πρέπει νά στέλνω τηλεγράφημα· он \должен скоро прийти ὅπου νἄναι ἔρχεται.

    Русско-новогреческий словарь > должен

  • 22 должный

    должн||ый
    прил πρέπων, δέων, ἀρμόζων, ἀναγκαίος, ὁφειλόμενος:
    \должныйым образом ὀπως πρέπει, καταλλήλως, δεόντως· с \должныйым вниманием μέ τήν δέουσα προσοχή· на \должныйом уровне στό ἐπίπεδο πού πρέπει.

    Русско-новогреческий словарь > должный

  • 23 надлежать

    надлеж||ать
    безл:
    \надлежатьит πρέπει, ὁφείλει· ему́ \надлежатьит явиться в указанный срок πρέπει νά παρουσιασθεί στήν ὁρισμένη προθεσμία.

    Русско-новогреческий словарь > надлежать

  • 24 некстати

    некстати
    нареч σέ ἀκατάλληλη στιγμή, ἀκαιρα, ἄτοπα, ἀνεύθετα:
    кстати и \некстати ὀταν πρέπει κι ὀταν δέν πρέπει· прийти \некстати ἔρχομαι σέ ἀκατάληλη ῶρα· сказать что́-л. \некстати λεγω κάτι ἀκαιρα (или ἀστοχα).

    Русско-новогреческий словарь > некстати

  • 25 полагаться

    полагаться
    несов
    1. (рассчитывать) ὑπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι:
    я всецело \полагатьсяюсь на вас βασίζομαι ἀπόλυτα σέ σᾶς·
    2. безл:
    \полагатьсяется... πρέπει...· как \полагатьсяется ὀπως πρέπει· э́того делать не \полагатьсяется αὐτό δέν ἐπιτρέπεται·
    3. (причитаться):
    что ему́ \полагатьсяется? τί ἐχει νά παίρνει;· каждому \полагатьсяется по 10 рублей ὁ καθένας ἔχει νά παίρνει ἀπό 10 ρούβλια.

    Русско-новогреческий словарь > полагаться

  • 26 приходиться

    приходиться
    несов
    1. ἐρχομαι:
    \приходиться впо́ру (об одежде, обуви) ἐρχεται ἀκριβώς· \приходиться по вку́су εἶμαι τοῦ γούστου·
    2. (совпадать) συμπίπτω, πέφτω:
    первое число́ приходится на воскресенье ἡ πρώτη τοῦ μηνός πέφτει Κυριακή·
    3. безл (причитаться):
    с него́ приходится пятьдесят рублей αὐτός πρέπει νά πληρώσει πενήντα ρούβλια·
    4. безл (нужно) ἀναγκάζομαι:
    ему́ приходится уехать ἀναγκάζεται νά ἀναχωρήσει· мне приходится иметь дело с ним ἔχω νά κάνω μ' αὐτόν вечно приходится напоминать тебе πάντα πρέπει νά σοῦ θυμίζουν
    5. (быть в родстве):
    он мне приходится двоюродным братом τόν Εχω ἐξάδελφο· ◊ ему ту́го прихо́дится τά βρίσκει μπαστούνια, τά βρίσκει σκοδ-ρα.

    Русско-новогреческий словарь > приходиться

  • 27 узнавать

    узнавать
    несов, узнать сов
    1. (получать сведения) μαθαίνω, μανθάνω/ πλη-ροφοροῦμαι (справляться):
    хотелось бы мне узнать... θάθελα νά μάθω...· узнайте, пожалуйста, о ее здоровье σας παρακαλώ νά πληροφορηθείτε γιά τήν ὑγεία της· я хочу́ узнать, до́ма ли он? θέλω νά μάθω ἄν εἶναι στό σπίτι· об этом могут узнать μπορεί νά τό μάθουν
    2. (знакомого, знакомое) (ἀνα)γνωρίζω:
    \узнавать старого дру́га (ἀνα)γνωρίζα> παληό φίλο· его нельзя \узнавать Εγινε ἀγνώριστος·
    3. (получить истинное представление) γνωρίζω, μανθάνω, ξεύρω:
    теперь я его лучше узнал τώρα τόν ἔμαθα καλλίτερα· нам нужно лучше узнать друг дру́га πρέπει νά γνωριστούμε καλλίτερα, πρέπει νά μάθουμε καλλίτερα ὁ ἔνας τόν ἀλλον
    4. (познать, пережить) γνωρίζω, δοκιμάζω:
    \узнавать нужду́ (го́ре) δοκιμάζω στερήσεις (βάσανα)· \узнавать радость материнства γνωρίζω τήν χαρά τής μητρότητας.

    Русско-новогреческий словарь > узнавать

  • 28 а

    а 1
    είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•

    от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•

    кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.

    а 2
    σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.
    1. (κατ’ αντιπαράθεση)•

    отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•

    не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•

    я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.

    2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•

    хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.

    3. εξάλλου•

    а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....

    4. και•

    ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.

    5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•

    а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•

    а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•

    а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.

    εκφρ.
    а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•
    спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.
    а 3
    μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•

    пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;

    (επιτακτικό)• ε•

    Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.

    а 4
    επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•

    а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•

    а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•

    а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.

    Большой русско-греческий словарь > а

  • 29 вылежать

    вы/ лежать 1
    -жу, -жишь, ρ.σ.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι(για ορισμένο χρονικό διάστημα).
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι•

    больному необходимо вылежать ο άρρωστος απαραίτητα πρέπει να ξαπλώσει.

    || αφήνω να ωριμάσει•

    подозрелые груши должны вылежать τα μισογινομένα (κομμένα) αχλάδια πρέπει να αφεθούν να ωριμάσουν.

    вылежа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. вылезти.

    Большой русско-греческий словарь > вылежать

  • 30 должный

    επ.
    που πρέπει, που αρμόζει, πρεπούμενος, οφειλόμενος•

    оказывать -ое уважение δείχνω τον οφειλόμενο σεβασμό•

    ответить -ым образом απαντώ όπως αρμόζει•

    с -ым вниманием με την πρέπουσα προσοχή.

    || υποχρεωμένος, αναγκασμένος.
    -ое ουσ. ουδ. το δέ• ον, το πρέπον, το αναγκαίον•

    отдать должный αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνω•

    воздать должный αποδίδω (προσφέρω) αυτό που πρέπει.

    Большой русско-греческий словарь > должный

  • 31 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 32 надлежать

    -жит ρ. απρόσ. (γραπ. λόγος)• πρέπει, οφείλει, χρειάζεται•

    -ит повиноваться родителям πρέπει να ακούς τους γονείς•

    ему -ло подумать αυτός έπρεπε να σκεφτεί•

    ему -ло явиться в срок αυτός έπρεπε να παρουσιαστεί εμπρόθεσμα.

    Большой русско-греческий словарь > надлежать

  • 33 настоящий

    επ.
    1. ο παρών, τωρινός, ο ενε-στώς•

    в -ее время τώρα, στον παρόντα χρόνο•

    настоящий год αυτός ο χρόνος, το ενεστόν έτος•

    настоящий ее положение η τωρινή (παρούσα) κατάσταση•

    день η σημερινή μέρα.

    2. ουσ. ουδ. -ее το παρόν.
    3. αυτός, ο δοσμένος•

    настоящий случай отличается от предыдущих αυτή η περίπτωση διαφέρει από τις προηγούμενες.

    4. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•

    -ее золото καθαρό χρυσάφι.

    || αληθινός, πραγματικός•

    настоящий человек πραγματικός άνθρωπος (όπως πρέπει)•

    -ее имя το πραγματικό όνομα:

    εκφρ.
    - им образом – σοβαρά, όπως πρέπει•
    - ее время – (γραμμ.)ο ενεστώτας.

    Большой русско-греческий словарь > настоящий

  • 34 некстати

    επίρ.
    ακατάλληλα, σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα, μαλαπροπό•

    кстати и некстати όταν πρέπει και ό.ταν δεν πρέπει•

    пришл -. ήρθε σε ακατάλληλη ώρα•

    сказать что-л. некстати λέγω κάτι που δεν έχει τη θέση του.

    Большой русско-греческий словарь > некстати

  • 35 нельзя

    επίρ.
    με σημ. κατηγ.
    1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•

    этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.

    2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•

    здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•

    употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.

    εκφρ.
    нельзя ли – δεν επιτρέπεται;
    επιτρέψτε•
    нельзя не – δεν μπορεί να μη•
    нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > нельзя

  • 36 непутём

    επίρ.
    1. όχι σωστά, όχι όπως πρέπει άσχημα•

    работать непутём δε δουλεύω όπως πρέπει•

    непутём начато и непутём кончится παρμ. άσχημα άρχισες, άσχημα θα τελειώσεις.

    2. παλ. ασυνήθιστα.

    Большой русско-греческий словарь > непутём

  • 37 полагаться

    ρ.δ.
    βλ. положиться.
    -ается
    ρ.δ.
    καθιερώνομαι,προβλέπομαι• επιτρέπομαι•

    за вход -ается плата η είσοδος είναι με πληρωμή•

    здесь курить не -ается εδώ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα•

    кэк -ется όπως πρέπει• όπως συνηθίζεται•

    так -ается έτσι πρέπει, έτσι συνηθίζεται.

    Большой русско-греческий словарь > полагаться

  • 38 положить

    -ложу, -ложишь, προστκ. положи, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. положенный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. βλ. класть.
    2. παλ. αποφασίζω• καθιερώνω.
    3. (απρόσ.) -жено πρέπει, έπρεπε, επιβάλλεται, επιβάλλονταν.
    4. положим (παρνθ. λ.) ας υποθέσομε, ας πούμε, ας παραδεχτούμε•

    положим, что это так ας πούμε πως αυτό είναι έτσι•

    положим, что вы правы ας παραδεχτούμε ότι εσείς έχετε δίκαιο.

    εκφρ.
    положа руку на сердце (сказать)• – βάζοντας το χέρι στην καρδιά (λέγω ειλικρινά).
    βασίζομαι, στηρίζομαι• εμπιστεύομαι•

    положить на него нельзя δεν πρέπει να βασιστείς σαυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > положить

  • 39 след

    следа (-у), δοτ. следу, προ θ.о следе, на следу, πλθ. следы α.
    1. ίχνος, αχνάρι• ντορός• πατησιά•

    человеческие -ы ανθρώπίνα ίχνη•

    конские -ы ίχνη αλόγου•

    -ы зайца ντορός λαγού•

    -а нет δεν υπάρχει ίχνος•

    широкие -ы πλατιές πατησιές.

    2. σημείο, σημάδι• υπόλειμμα• ουλή•

    -ы ослы на лице σημάδια ευλογιάς στο πρόσωπο•

    неизгладимый след ανεξίτηλο ίχνος•

    исчез без -а εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη.

    εκφρ.
    след (-ом) в след; в один след – καταποδιαστά, κατά πόδας•
    обнаружить -ы – ανακαλύπτω τα ίχνη•
    идти по чьим -ам – α) πηγαίνω στα ίχνη κάποιου. β) ακολουθώ το παράδειγμα ή τη διδασκαλία κάποιου/ (и) след простыл (пропал) εξαλείφτηκε (χάθηκε) κάθε ίχνος.
    след: 2
    не след (απλ.) δεν πρέπει• след ή как след παλ. όπως πρέπει.

    Большой русско-греческий словарь > след

  • 40 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

См. также в других словарях:

  • πρέπει — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρέπει : σπάνια απαντάται ως προσωπικό, σε εκφρ. όπως: Κορίτσια ωραία... που μας πρέπατε (Ελύτης, σελ. 58) και στην ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πρέπον …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πρέπει — ΝΜΑ (γ εν. πρόσ.) βλ. πρέπω …   Dictionary of Greek

  • πρέπει — πρέπω to be clearly seen pres ind mp 2nd sg πρέπω to be clearly seen pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»