-
1 πρέπει
πρέπει безл. ['смотрится'] приличествует (ср. ἔοικα) -
2 πρέπει
απρόσ. (αόρ. έπρεπε)1) надо, нужно; следует; подобает;δεν πρέπει — не надо; — нельзя;
πρέπει να υποθέσουμε — надо думать, полагать;
καθώς ( — или όπως) πρέπει — как следует; — как полагается; — как подобает;
θα τον περιποιηθώ καθώς πρέπει — я его приму как подобает;
άνθρωπος καθώς πρέπει — безупречный человек;
2) должно (быть, случиться и т. п.);πρέπει να βγεί... — должно выйти, получиться;
3) быть достойным (кого-чего-л.); подходить (ком у-чему-л.);σένα σού πρέπει... — ты заслужил...;
δεν τού πρέπει η σύζυγος του его жена ему не пара;4):πρέπει να... (+ αόρ. — или πρκ.) — очевидно, видимо, должно быть, вероятно, наверно;
πρέπει να έφτασε το βαπόρι — пароход, должно быть, прибыл;
κάνει πολλή υγρασία απόψε, πρέπει κάπου νά 'χει βρέξει — очень сыро сегодня вечером, вероятно где-то прошёл дождь;
5):μου (σού, τού κ. τ. λ.) πρέπει — мне (тебе, ему и т. д.) идёт, мне (тебе, ему и т. д.) к лицу;
γ επρεπε να τον είχες δεί πώς φώναζε надо было тебе видеть (или если бы ты видел), как он кричал -
3 πρέπει
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρέπει
-
4 πρέπει
(безлично) следует, должно -
5 πρέπει
[прэпи] р. ακρόσ. нужно, ддолжно, следует, подобает,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρέπει
-
6 πρέπει
[прэпи] ρ απρόσ нужно, ддолжно, следует, подобает. -
7 Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες– Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά– Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει– Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη• Копейка рубль бережет• Без копейки рубля не бывает• Из гроша рубли растутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
-
8 Όποιος μπαίνει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει
Όποιος μπαίνει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει– Όποιος μπει στο λουτρό, θα ιδρώσει• Взялся за гуж, не говори, что не дюжИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος μπαίνει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει
-
9 Με τις αλεπούδες πρέπει να παίζουμε την αλεπού
– Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ– Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο– Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη• С волками жить, по-волчьи выть• С воронами по-вороньи каркатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Με τις αλεπούδες πρέπει να παίζουμε την αλεπού
-
10 Όταν κάνεις ότι μπορείς, κάνεις ότι πρέπει
• Когда делаешь то, что можешь, в действительности делаешь то, что необходимоИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όταν κάνεις ότι μπορείς, κάνεις ότι πρέπει
-
11 Γιατρός του εαυτού του καθένας πρέπει να είναι
• Живи разумом, так и лекаря не надобноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γιατρός του εαυτού του καθένας πρέπει να είναι
-
12 Ο ψεύτης πρέπει να έχει καλό μνημονικό
• Лжецы должны иметь хорошую памятьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ψεύτης πρέπει να έχει καλό μνημονικό
-
13 πρεπω
(преимущ. praes. и impf., редко fut. πρέψω и aor. ἔπρεψα)1) быть заметным, отличаться(διὰ πάντων Hom.)
νέα γάρ, ὡς ἐσθῆτι καὴ κόσμῳ πρέπει Eur. — она молода, как видно по (ее) платью и наряду;πρέπουσι μελαγχίμοις γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν Aesch. — на фоне белых одежд резко выделяются черные тела (моряков);ὁμήγυρις γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα Aesch. — толпа женщин в черных покрывалах2) блистать, сиять(πανσέληνος πρέπει ἐν μέσῳ σάκει Aesch.; Ζεὺς πρέπων δι΄ αἰθέρος Eur.)
ὅ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει Aesch. — ярко пылает сигнальный костер;πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. — блистающая (красотой) словно на картине3) ( о звуке или запахе) явственно ощущатьсяοἶμαι βοέν ἐν πόλει πρέπειν Aesch. — я думаю, что крик стоит над (павшим) городом;
ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Aesch. — пахнет словно могильным испарением4) быть схожим, походить(τινὴ εἶδος Pind.; τινὴ μορφῇ Eur.)
πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν Soph. — у нее царственный вид5) подходить, приличествовать, подобать, соответствовать(ἐν μεγέθει Arst.)
τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῦ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν Plat. — застенчивость шла его возрасту;τούτοις ἓν ὄνομα ἅπασι πρέφει Plat. — всем этим (вещам) будет соответствовать одно название;εἰς τέν ἀπόδειξιν πρέψει ῥηθέν Plat. — сказанное пригодится для разъяснения (вопроса);ποῦ τάδ΄ ἐν χρηστοῖς πρέπει ; Eur. — где такие поступки подобают порядочным людям?, т.е. допустимо ли где-л. нечто подобное?;πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν Soph. — тебе (больше всех) пристало говорить от их имени;impers.:οὔτε κλάειν οὔτ΄ ὀδύρεσθαι πρέπει Aesch. — не подобает ни плакать, ни скорбеть;ἐμοὴ πρέποι ἄν Xen. — мне следовало бы;τίσασθαι οὕτω, ὡς ἐκείνους (sc. τίσασθαι) πρέπει Her. — наказать (врагов) так, как они заслуживают -
14 καθώς
1. επίρρ. как;έκαμα καθώς μού είπες — я сделал так, как ты мне сказал;
2. σύνδ. как только, когда;καθώς τον είδα — как только я его увидел;
καθώς μπαίνεις — как войдёшь;
§ καθώς επίσης, καθώς καί — а также;
καθώς καί οι φίλοι του — а также и его друзья;
καθώς πρέπει — а) как следует; — б) великолепный; — что надо- (разг);
κυρία καθώς πρέπει — женщина что надо;
καθώς φαίνεται — как видно, видимо, как кажется
-
15 εισοραω
ион. и староатт. ἐσοράω (fut. εἰσοψομαι, aor. 2 εἰσεῖδον)1) реже med. смотреть, рассматривать, глядеть, наблюдать, созерцать(τινα и τι Hom., Pind., Aesch., Soph., Xen.)
ἐσορέοντες τέν μαντικήν Her. — наблюдая вещие приметы, т.е. занимаясь гаданием2) видеть, замечатьπρέπει ὡς τύραννος εἰ. Soph. — у нее вид царицы;
ἐλεινὸς εἰ. Aesch. — имеющий жалкий вид, внушающий сострадание3) иметь в виду, принимать во внимание(πλοῦτον ἢ εὐγένειαν Eur.)
4) смотреть, остерегатьсяἀλλ΄ εἰσόρα, μέ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιθῇς (v. l. τίθης) Soph. — но смотри, не прибегай к ложному предлогу
5) почтительно взирать(τινας θεοὺς ὥς Hom.)
-
16 ενθριοω
досл. заворачивать в фиговые листья, перен. закутывать(οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει Arph.)
-
17 θηραω
тж. med.1) охотиться, ловить(θηρία Xen.; med. τὰς ἐγχέλεις Arph.)
οὓς ἐθήρων πρόσθε, θηράσουσί με νῦν Soph. — я стану добычей тех (птиц), которые прежде были моей добычей;οἱ θηρώμενοι Xen. — звероловы, охотники;(τινα Soph., Xen.)
ὥς μ΄ ἐθηράσω! Soph. — как ты (ловко) меня поймал!3) (тж. θηρᾶσθαι λαβεῖν Eur.) гоняться, стремитьсяθηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Soph. — не следует стремиться к невозможному;
θ. γαμεῖν τινα Eur. — стремиться к женитьбе на ком-л.;πόλεως ἥκω σέθεν. - Τί χρῆμα θηρῶν ; Eur. — я пришел в твой город. - С какой целью?;θηρώμενος τέν ὑγιείην Her. — заботясь о (своем) здоровье;θηρᾶσθαι τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου Plut. — стремиться прославиться небывалым способом4) добывать (себе), приобретать(φίλους Xen.; δόξαν Plut., med. Dem.)
5) овладевать(πόλιν Aesch.)
6) захватывать, достигать(τυραννίδα Soph.)
ἥμαρτον ἢ θηρῶ (v. l. κυρῶ) τι ; Aesch. — промахнулась я или попала в цель (своим словом)?7) пленять, увлекать -
18 θνητος
1) смертный, подверженный, т.е. подвластный смерти(γένος Plat.)
οἱ θνητοί — смертные, т.е. (живые) люди;τὰ θνητά Her. — живые существа, животные2) смертный, свойственный смертным, человеческий(ἔργματα Eur.; φλυαρία Plat.; δυσχέρεια Arst.)
θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. — смертное смертным и приличествует;θνητὰ φρονεῖν Eur. — думать о смертных (земных) делах -
19 θρασυστομεω
говорить дерзко(θ. οὐ πρέπει τοὺς ἥσσονας Aesch.)
λέγεις θρασυστομῶν Soph. — ты говоришь с высокомерием -
20 κομψευω
тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, остроумничатьκ. τι Soph. — тонко разглагольствовать о чем-л.;αὐτὸ τοῦτο καὴ κεκόμψευται Plat. — вот что придумал (Лисий);προσαγώγιον κεκομψευμένον Plat. — хитро придуманное (остроумное) орудие
См. также в других словарях:
πρέπει — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρέπει : σπάνια απαντάται ως προσωπικό, σε εκφρ. όπως: Κορίτσια ωραία... που μας πρέπατε (Ελύτης, σελ. 58) και στην ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πρέπον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρέπει — ΝΜΑ (γ εν. πρόσ.) βλ. πρέπω … Dictionary of Greek
πρέπει — πρέπω to be clearly seen pres ind mp 2nd sg πρέπω to be clearly seen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek