-
21 ὄλβιος
ὄλβιος, auch 2 Endgn, glücklich, glückselig; bei Hom. der, dem zum Genusse des Lebens Nichts fehlt, reich, οἶκον ἐν ἀνϑρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν, Od. 17, 420. 18, 138. 218, ϑεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν, 8, 413 u. öfter, reichliche Glücksgüter geben, auch τοῖσιν ϑεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, 7, 148, im Wohlstande leben; καὶ εὐδαίμων, Hes. O. 62, vgl. Th. 954; Pind. öfter, sowohl von Menschen, als von Städten, Κόρινϑος, Λακεδαίμων, Ol. 13, 4 P. 10, 1, Ἡρακλέος ὀλβίαν αὐλάν, N. 4, 24, wie δῶμα, 9, 3; in allgemeiner Bdtg bei den Trsgg; τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσϑαι πρέπει, Aesch. Ag. 915; auch ὄλβιε Ζεῦ, Suppl. 521; κρυπτᾷ τ' ἀχέων ἐν ἥβᾳ ὄλβιος, Soph. El. 160; Tr. 283; adv., ἐπεὶ ὀλβίως γ' ἔλυσε τὸ τέλος βίου, O. C. 1718; δώματα, ϑεῶν δόμος, Eur. Suppl. 5 Or. 1674; Μυκῆναι, I. T. 510; auch ἀγέλαι, Hel. 1276; σκῆπτρον, Ion 578; φρονήματα, Andr. 164; δόμοι, Ar. Av. 1706; bei Her. 1, 32 unterscheidet Solon ὄλβιος als den höchsten Grad der Glückseligkeit von εὐτυχής; aber πάντα ἐόντα μεγάλα καὶ ὄλβια, 1, 30, schließt sich an den homerischen Gebrauch an, vgl. ὄλβιος χρήμασι, 8, 75; ταῠτα τὰ ὀλβιώτατά σφι νενόμισται, 1, 216, dies gilt bei ihnen für das größte Glück; selten in attischer Prosa, εἰς τὸν μέγιστον καὶ ὀλβιώτατον οἶκον, Plat. Prot. 337 d; Sp., wie Plut. – Spätere, bes. Dichter, scheinen davon den unregelmäßigen superl. ὄλβιστος gebildet zu haben: Callim. lav. Pall. 117; ὀλβίστη νήσων πόντῳ Ἴος, Alc. Mess. 1 (VII, 1); ἔλϑοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα, Antp. Sid. 85 (VII, 164), u. öfter in der Anth.; vgl. Schäf. zu Greg. Cor. 896 si,; wenn nicht mit Buttmann immer ὀλβιστός zu schreiben ist, als adj. verb. zu ὀλβίζω, glücklich zu preisen, obwohl die Ueberlieferung dagegen ist.
-
22 ὅτ-αν
ὅτ-αν, d. i. ὅτ' ἄν, wie auch seit Wolf im Hom. überall geschrieben, c. conj., im Fall daß, eine bedingte Zeitbestimmung, daher auch so oft als, so bald als, von einer öfters wiederkehrenden Handlung in Bezug auf die Gegenwart, τὸν δ' οὔποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων, ὅτ' ἂν ἔνϑ' ἢ ἔνϑα γένωνται, Il. 2, 396; τὰς διαπέρσαι (für imperat.), ὅτ' ἄν τοι ἀπέχϑωνται πέρι κῆρι, 4, 53; Od. 9, 6; zu bemerken Il. 1, 518 ἦ δὴ λοίγια ἔργ', ὅτε μ' ἐχϑοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ (einen einzelnen Fall, der bestimmt eintreten wird, andeutend), ὅτ' ἄν μ' ἐρέϑῃσιν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν, was wohl stattfinden dürfte; ὅτ' ἄν ποτε, Il. 4, 164. 6, 448; u. in Gleichnissen, ὡς δ' ὅτ' ἄν, wie wenn, 10, 5. 11, 269. 15, 170 Od. 5, 394. 10, 216; Il. 12, 42 ist στρέφεται epische Form für στρέφηται; Od. 10, 410 ὡς δ' ὅτ' ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ist als eine durch den Zwischensatz veranlaßte Anakoluthie zu erklären, welche das Bild selbstständig, ohne Rücksicht auf die eintretende Partikel ausführt; ὅταν ϑεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ὄλβον, Pind. Gl. 2, 21; χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι, P. 2, 88, öfter; τί που δράσεις, ὅταν τὰ λοιπὰ πυνϑάνῃ κακά; Aesch. Prom. 746; ὅταν δ' ἀείδειν ἢ μινύρεσϑαι δοκῶ, κλαίω τότε, Ag. 16, öfter; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, so oft, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, Soph. Phil. 111, öfter; auch in Beziehung auf ein Demonstrativum, χὤταν τις εὖ ζῇ, τηνικαῠτα τὸν βίον σκοπεῖν χρή, Phil. 503, vgl. O. R. 76; ὅταν τάχιστα, sobald als, Ar. Thesm. 1025; u. in Prosa, vgl. Xen. Cyr. 4, 5, 33; ὅταν πρῶτον, Plat. Lys. 211 b Rep. I, 333 b u. sonst; vgl. οὐκοῦν οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῦνται, ὅταν φοβῶνται, wenn sie ja fürchten, den Fall angenommen, daß sie fürchten, Prot. 360 b; πότερον τὰ μεταξὺ ταῦτα ἕνεκεν τῶν ἀγαϑῶν πράττουσιν, ὅταν πράττωσιν; wo wir umstellend sagen »wenn man das Mittlere thut, thut man es des Guten wegen?« Gorg. 468 a; ebendaselbst βαδίζομεν ὅταν βαδίζωμεν, ἕσταμεν ὅταν ἑστῶμεν, vgl. Phaed. 68 d; Xen. οὗτοι ἡμῖν ὅταν ἀπίωμεν, ἕψονται, An. 6, 3, 15, der es auch in indirecter Rede braucht, wo man ὅτε c. optat. erwarten sollte, 4, 5, 36; εἰκὸς ὅταν γνῶσιν – αὐτοὺς πειράσεσϑαι, Thuc. 4, 60, u. A. – Mit dem optat. ist es verbunden Aesch. Pers. 442, πέμπει τούςδ', ὅπως, ὅταν νεῶν φϑαρέντες ἐχϑροὶ νῆσον ἐκσωζοίατο, κτείνοιεν, wo vielleicht richtiger ὅτ' ἄν zu schreiben u. ἄν zum opt. als opt. pot. zu ziehen ist, od. der opt. durch den von ὅπως abhängigen Satz veranlaßt ist; vgl. Hes. O. 116, ἀλλ' ὅταν ἡβήσειε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον; Schäfer schreibt so ὅταν γράφοι bei D. Hal. de C. V. p. 402. Vgl. ὅτε. – Bei Pol. steht auch getrennt ὅτε γὰρ ἄν. – Ὅταν τε – καὶ ὅταν, sei es daß – oder, sive – sive, Plat. Legg. V, 744 c.
-
23 ἥσσων
ἥσσων, ον, att. ἥττων, ον, ion. ἕσσων, ον ( compar. zu ἧκα, vgl. den superlat. ἥκιστος), wird als compar. zu κακός gebraucht, geringer, schlechter, bes. schwächer an Kräften, u. dah. unterliegend, nachstehend; αἴϑ' ὅσον ἥσσων εἰμὶ τόσον σέο φέρτερος εἴην Il. 16, 722; ϑρασυστομεῖν γὰρ οὐ πρέπει τοὺς ἥσσονας Aesch. Suppl. 200, vgl. 484; κοὐκ ἂν γυναικῶν ἥσσονες καλοίμεϑ' ἄν Soph. Ant. 676; τῶν αἰσχρῶν 743; τοῠ τῆςδ' ἔρωτος Tr. 489; ἥσσων οὐδενὸς ϑεῶν ἔφυ Eur. Bacch. 776; τοῦ πεπρωμένου Hel. 1676; γιγνώσκω γὰρ ἥττων ὢν πολὺ ὑμῶν Ar. Plut. 944; in Prosa, ῥώμῃ ἕσσονες ἔσαν τῶν Περσέων Her. 8, 113. 9, 111; τῇ ναυμαχίᾳ 5, 86; οὐδενὸς ἥσσων γνῶναι τὰ δέοντα, d. i. so gut wie jeder Andere das Nothwendige erkennen, Thuc. 2, 60; τῶν ἡδονῶν, der Luft unterliegen, Plat. Prot. 353 c; οἴνου u. ä., Xen. Cyr. 8, 8, 12 Mem. 1, 5, 1; τοῦ κέρδους Ar. Plut. 363; οὐδενὸς ἥττων σοφιστής, keinem nachstehend, Plat. Prot. 316 d; oft im Ggstz von κρείττων, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Apol. 18 b, neben χείρων Gorg. 484 c, öfter in Ar. Nubb., die schwächere (schlechtere) Sache zur stärkeren (siegreichen, scheinbar besseren) machen, Unrecht zu Recht machen. – Auch im Ggstz von πλείων, weniger, Zeno bei D. L. 7, 23 u. Sext. Emp. adv. phys. 1, 300, oft. – Adv. ἧσσον, weniger, geringer; οὐδ' ἧσσον ἂν γένοιο δώ μασιν φίλος Aesch. Ch. 697; Ag. 1364; σοὶ μηδὲν ἧσσον ἢ πάρος ξυνηρετμεῖν Soph. Ai. 1308; bei Plat. oft im Ggstz καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, z. B. Prot. 356 a; auch c. gen., πειράσομαι μηδενὸς ἧττον εἰκότα λέγειν Tim. 48 d; Phaedr. 237 b; Arist. Eth. 6, 11 ταῖς δόξαις οὐχ ἧττον τῶν ἀποδείξεων, für ἢ ταῖς ἀποδείξεσιν; οὐχ ἧσσον λῃσταὶ ἦσαν Thuc. 1, 8; – τὸ ἧσσον, Mangel, Verlust.
-
24 καθήκω
καθ-ήκω, herabkommen; πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen. Gew. sich bis wohin erstrecken (von Gegenden u. Landstrichen); zunächst auch hinab, nach dem Meere hin; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder. Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel; καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit; αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit tun; bes. bei den Stoikern: die Pflicht; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider; ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen. -
25 ὀκνέω
ὀκνέω, zaudern, zögern, Bedenken tragen; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, mußt du nicht Bedenken tragen; auch = sich scheuen; auch wie die Verba des Fürchtens mit μή construiert; auch περί τινος, für einen besorgt sein
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρέπει — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρέπει : σπάνια απαντάται ως προσωπικό, σε εκφρ. όπως: Κορίτσια ωραία... που μας πρέπατε (Ελύτης, σελ. 58) και στην ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πρέπον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρέπει — ΝΜΑ (γ εν. πρόσ.) βλ. πρέπω … Dictionary of Greek
πρέπει — πρέπω to be clearly seen pres ind mp 2nd sg πρέπω to be clearly seen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek