-
1 ἀπό-φυσις
См. также в других словарях:
πρέμνου — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut gen sg πρέμνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριζόπρεμνον — τὸ, Μ η ρίζα πρέμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + πρέμνον «βλαστός, κορμός»] … Dictionary of Greek