-
1 πρέμνος
πρέμνος, ὁ, = πρέμνον, Sp., zw.
-
2 πρέμνος
πρέμνοςmasc nom sg -
3 πρέμνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέμνος
-
4 πολύ-πρεμνος
πολύ-πρεμνος, mit vielen Baumstämmen, Ap. Rh. 5, 161.
-
5 τανύ-πρεμνος
τανύ-πρεμνος, mit langem Stamme; φηγός Nonn. D. 5, 303, u. öfter; Ἴδη, Coluth. 195.
-
6 κατά-πρεμνος
κατά-πρεμνος, mit vielen Stämmen, Hesych. erkl. κατάκλαδος.
-
7 εὔ-πρεμνος
εὔ-πρεμνος, gutstämmig, δρῦς Leon. Al. 12 (VI, 221).
-
8 αὐτό-πρεμνος
αὐτό-πρεμνος ( πρέμνον), sammt der Wurzel, ganz, γῆ Aesch. Eum. 379; Soph. Ant. 710. – Adv., Lycophr. 516. Mit Anspielung auf die Stelle des Aeschylus, λόγοι Ar. Ran. 900, gewaltige Worte.
-
9 ἀπό-πρεμνος
ἀπό-πρεμνος, vom Stamme aus, Theophr.
-
10 ὑπό-πρεμνος
ὑπό-πρεμνος, unter dem Stamme, mit einem Stück vom Stammende, Theophr.
-
11 πρέμνοι
πρέμνοςmasc nom /voc pl -
12 πρέμνους
πρέμνοςmasc acc pl -
13 κλωνίτης
-
14 αυτοπρεμνος
21) вместе с корнем(δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.)
2) перен. целиком и полностью(αὐτόπρεμνον διδόναι τι Aesch.)
3) ирон. огромный, буйно разросшийся(λόγοι Arph.)
-
15 ευπρεμνος
-
16 πρέμνοιο
πρέμνονbottom of the trunk of a tree: neut gen sg (epic)πρέμνοςmasc gen sg (epic) -
17 πρέμνοις
πρέμνονbottom of the trunk of a tree: neut dat plπρέμνοςmasc dat pl -
18 πρέμνοισι
πρέμνονbottom of the trunk of a tree: neut dat pl (epic ionic aeolic)πρέμνοςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
19 πρέμνοισιν
πρέμνονbottom of the trunk of a tree: neut dat pl (epic ionic aeolic)πρέμνοςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
20 πρέμνον
πρέμνονbottom of the trunk of a tree: neut nom /voc /acc sgπρέμνοςmasc acc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρέμνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνος — ὁ, Α το πρέμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρέμνον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
πρέμνοι — πρέμνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνους — πρέμνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπρεπνος — καλλίπρεπνος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίο κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καλλίπρεπνος με αφομοίωση αντί *καλλί πρεμνος < καλλ(ι) * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. πολύ πρεμνος, τανύ πρεμνος] … Dictionary of Greek
κατάπρεμνος — κατάπρεμνος, ον (Α) γεμάτος κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρεμνος (< πρέμνος «κλαδί»), πρβλ. αυτό πρεμνος, υπό πρεμνος] … Dictionary of Greek
μονόπρεμνος — μονόπρεμνος, ον (Μ) αυτός που έχει μόνο μία ρίζα ή ένα θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πρέμνος «ρίζα, κορμός» (πρβλ. κατά πρεμνος, πολύ πρεμνος)] … Dictionary of Greek
πολύπρεμνος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς κορμούς δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. εύ πρεμνος] … Dictionary of Greek
τανύπρεμνος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για τόπο) αυτός που έχει ψηλά δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τάνυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρεμνος (< πρέμνον «κούτσουρο»), πρβλ. αὐτό πρεμνος] … Dictionary of Greek
υπόπρεμνος — ον, Α αυτός που έχει αποκάτω πρέμνο («δεῑ δὲ ὑπόρριζον εἶναι... τὸ παρασπώμενον ἢ ὑπόπρεμνον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρεμνος (< πρέμνον «στέλεχος, βάση, βάθρο»), πρβλ. κατά πρεμνος] … Dictionary of Greek
αυτόπρεμνος — αὐτόπρεμνος, ον (Α) 1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα 2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»] … Dictionary of Greek