Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πράων

См. также в других словарях:

  • πραῶν — πρᾱῶν , πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen pl (attic epic doric) πρᾱῶν , πρᾶος Gött. Nachr. neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾴων — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράων — πρά̱ων , πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem/neut gen pl πρά̱ων , πρᾶος Gött. Nachr. neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»