-
1 πράσινος
πράσινοςleek-green: masc /fem nom sg -
2 πράσινος
-ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Gn 2,12green (like leek), light green; ὁ λίθος ὁ πράσινος the green stone prob. emeraldCf. SHIPP 1979, 473; WEVERS 1993, 28 -
3 πράσινος
2 λίθος π., = πρασῖτις, LXX Ge.2.12.3 οἱ π. the green faction in the Circus, Mart.11.33.1, POxy.145.2 (vi A.D.); τὸ π. (sc. μέρος) J.AJ19.4.4; cf. πράσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πράσινος
-
4 πράσινος
greenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πράσινος
-
5 πράσινον
πράσινοςleek-green: masc /fem acc sgπράσινοςleek-green: neut nom /voc /acc sg -
6 πρασίνοις
πράσινοςleek-green: masc /fem /neut dat pl -
7 πρασίνοισιν
πράσινοςleek-green: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
8 πρασίνου
πράσινοςleek-green: masc /fem /neut gen sg -
9 πρασίνους
πράσινοςleek-green: masc /fem acc pl -
10 πρασίνων
πράσινοςleek-green: masc /fem /neut gen pl -
11 πράσινα
πράσινοςleek-green: neut nom /voc /acc pl -
12 πράσινε
πράσινοςleek-green: masc /fem voc sg -
13 πράσινοι
πράσινοςleek-green: masc /fem nom /voc pl -
14 πρασίνω
-
15 πρασίνῳ
-
16 λίθος
-ου + ὁ N 2 73-100-49-46-38=306 Gn 2,12; 11,3; 28,11.18.22λίθος κασσιτέρινος plummet of tin Zech 4,10; λίθος πράσινος emerald Gn 2,12; λίθος σμαραγδίτης emerald stone Est 1,6; λίθος πάρινος Parian marble, white marble Est 1,6; λίθος τίμιος precious stone 1 Kgs 10,2; λίθος πολυτελής id. 1 Chr 29,2; ξύλοις καὶ λίθοις wood and stone (of images of gods made of these materials) Dt 4,28, see also 28,36.64, 29,16, Ez 20,32*Jos 4,11 καὶ οἱ λίθοι and the stones-והאבנים for MT והכהנים and the priests; *1 Sm 6,18 καὶ ἕως λίθου and to the stone-אבן ועד for MT אבל ועד and to (the place) Abel; *Jer 18,3 ἐπὶ τῶν λίθων onthe stones-על־האבנים ⋄ֶבן ֶאֹא ֶבן⋄ על־האבנים MT forat the potter’s wheel; *Jb 41,7 λίθος stone,rock-צֹר for MT ָצרCf. CARAGOUNIS 1990 9-16.26-30; LE BOULLUEC 1989 120.244; SPICQ 1978a, 493-495; WEVERS 1990,381; →MM -
17 πρασεῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρασεῖος
-
18 πρασιανός
πρᾰσι-ανός, όν,A = πράσινος 3, M.Ant.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρασιανός
-
19 πράσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πράσιος
-
20 Πρασσαῖος
A = πράσινος), Leek-green, name of a frog, Batr. 252:—so [full] Πρασσο-φάγος [pron. full] [φᾰ], ὁ, Leek-eater, v. l. ib. 232.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πρασσαῖος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πράσινος — leek green masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσινος — η, ο / πράσινος, η, ον και πράσινος, ον, ΝΑ [πράσον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, τού νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη τού κίτρινου και τού κυανού 2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν) το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή … Dictionary of Greek
πράσινος — η, ο 1. αυτός που έχει το χρώμα του πράσου. 2. αυτός που έχει γενικά το χρώμα της χλόης, του χορταριού: Στα πράσινα λιβάδια, τα ζωντανά κοπάδια, βελάζουν και πηδάν (Βηλαράς). 3. για καρπούς, ο άγουρος: Τα βερίκοκα είναι πράσινα ακόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πράσινον — πράσινος leek green masc/fem acc sg πράσινος leek green neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνοις — πράσινος leek green masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνοισιν — πράσινος leek green masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνου — πράσινος leek green masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνους — πράσινος leek green masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνων — πράσινος leek green masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνῳ — πράσινος leek green masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσινα — πράσινος leek green neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)