-
1 ποδηρη
См. также в других словарях:
δηρή — δηρός long fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήρη — δή̱ρη , δῆρις battle fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόδερα — τα γένος νηματωδών σκωλήκων τής οικογένειας ετεροδερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodera < hetero (πρβλ. ετερο *) + dera (πρβλ. δηρή)] … Dictionary of Greek