-
1 πόῤῥωθεν
πόῤῥωθεν, von fern her, von weitem her; ἰδεῖν, Soph. Trach. 999; Ggstz ἐγγύϑεν, Plat. Prot. 356 c; εἴργειν, Phaedr. 239 b; γράμματα σμικρὰ πόῤῥωϑεν ἀναγνῶναι, Rep. II, 368 d; προδιηγεῖσϑαι, Dem. 59, 93; πόῤῥωϑεν πρὸς δόμων τὸ μέλλον, Plut. Them. 3. – Compar. ποῤῥωτέρωϑεν, mehr von weitem her, Isocr. 4, 23.
-
2 πόῤῥωθεν
πόῤῥωθεν, von fern her, von weitem her. Compar. ποῤῥωτέρωϑεν, mehr von weitem her
См. также в других словарях:
πορρωτέρωθεν — from afar indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… … Dictionary of Greek