-
61 συν-ιερο-ποιός
συν-ιερο-ποιός, mit die Opfer od. den Gottesdienst besorgend.
-
62 σφαιρο-ποιός
σφαιρο-ποιός, kugelrund machend, Kugeln, Bälle machend (?).
-
63 σαρκο-ποιός
σαρκο-ποιός, Fleisch machend, erzeugend, sowohl zu Fleisch machend, in Fleisch verwandelnd, als auch fleischig machend, mästend, Plut. u. a. Sp.
-
64 σκευο-ποιός
σκευο-ποιός, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen bereitend, verfertigend, bes. Masken, Anzüge u. andere Theatererfordernisse verfertigend, Ar. Equ. 232 (wie das spätere προςωποποιός, vgl. Poll. 2, 47); ἢ πλάστης ϑαυμάτων, Plut. adv. Colot. 28.
-
65 σιαλο-ποιός
σιαλο-ποιός, ion. σιελοπ οιός, Speichel erregend, Xenocr.
-
66 σκηνο-ποιός
σκηνο-ποιός, Zelte, Hütten, Lauben machend; com. bei Poll. 7, 189; N. T.
-
67 σκληρο-ποιός
σκληρο-ποιός, hart machend, härtend, Plut. de primo trigido 18.
-
68 σαγματο-ποιός
σαγματο-ποιός, Saumsattel machend (?).
-
69 σηπο-ποιός
σηπο-ποιός, faul machend, wie σηπτικός, Medic.
-
70 σορο-ποιός
σορο-ποιός, Särge machend, Poll. 10, 150.
-
71 σῑτο-ποιός
σῑτο-ποιός, Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ σιτοποιός bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προϑεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.
-
72 τραπεζο-ποιός
τραπεζο-ποιός, 1) Tische machend, verfertigend? – 2) den Tisch besorgend, mit Speisen bedienend, ὁ τραπεζῶν ἐπιμελητὴς καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, Ath. IV, 170 f, aus Philem. belegt; ibd. d sagt Antiphan. τραπεζοποιόν, ὃς πλυνεῖ σκεύη, λύχνους ἑτοιμάσει, σπονδὰς ποιήσει, τἄλλ' ὅσα τούτῳ προςήκει.
-
73 τραυματο-ποιός
τραυματο-ποιός, όν, Wunden machend, Sp.
-
74 τριηρο-ποιός
τριηρο-ποιός, dreiruderige Schiffe machend, bauend, Dem. 22, 17.
-
75 τραγ-ῳδιο-ποιός
τραγ-ῳδιο-ποιός, = τραγῳδοποιός, Ath. VIII, 344 c u. öfter, u. a. Sp.
-
76 τραγ-ῳδο-ποιός
τραγ-ῳδο-ποιός, Tragödien verfertigend, Tragödiendichter; Ar. Th. 30; Plat. Conv. 223 d Rep. X, 597 e u. öfter.
-
77 τροφο-ποιός
τροφο-ποιός, ὀρνίϑων, Vögel aufziehend, Maneth. 4, 244.
-
78 τροχο-ποιός
τροχο-ποιός, Räder machend, ὁ τροχοποιός, der Radmacher (?).
-
79 τρομο-ποιός
τρομο-ποιός, Zittern erregend, Schol. Eur. Phoen. 1291.
-
80 τυραννο-ποιός
τυραννο-ποιός, Tyrannen machend, Plat. Rep. IX, 572 e.
См. также в других словарях:
ποιός — of a certain nature masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖος — of what kind? masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)