-
1 πούρος
ούρα, ο чистый, без примеси, несмешанный; настоящий (тж. перен.);πούρος πατριώτης — настоящий патриот
См. также в других словарях:
πουρός — ή, ό, Ν [πουρί] (με υβριστική σημ.) 1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό ο παλιόγερος ή η παλιόγρια … Dictionary of Greek
πούρος — (I) ὁ, Α βλ. πῶρος. (II) α, ο, Ν αμιγής, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»] … Dictionary of Greek
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek