-
1 πολυ-πότης
πολυ-πότης, ὁ, der Vieltrinker; Pol. 33, 14, 1; Plut. Cim. 4; in poet. Form πουλυπότης, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 17).
См. также в других словарях:
πουλυπότης — ὁ, Α βλ. πολυπότης … Dictionary of Greek
πολυπότης — και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, ιδος, Α αυτός που πίνει πολύ κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek