-
1 πουερενπβῆκις
A v. πορενβῆκις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πουερενπβῆκις
-
2 πορενβῆκις
πορενβῆκις and [full] πορεμβῆκις, [suff] πορ-βαῖκις, [full] πουερενπβῆκις, etc. (variously spelt and declined), ὁ,A keeper of the falcons, Sammelb.6028.10,al. (i B.C.). (Egypt. pwr bἰk 'the great one of the falcon'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορενβῆκις
См. также в других словарях:
πουερενπβήκις — ό, Α άκλ. βλ. πορενβῆκις … Dictionary of Greek
πορενβήκις — και πορεμβῆκις και πορεμβαῑκις και πουερενπβῆκις, ὁ, Α αυτός που εκτρέφει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό pwrbik «το μεγαλύτερο γεράκι»] … Dictionary of Greek