Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ποτᾰμο-φόρητος

См. также в других словарях:

  • κηρεσσιφόρητος — κηρεσσιφόρητος, ον (Α) αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι φόρητος, ποταμο φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • υγροφόρητος — ον, ΜΑ αυτός που μεταφέρεται ή παρασύρεται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιρο φόρητος, ποταμο φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • υδατοφόρητος — ον, Μ αυτός που παρασύρεται και μεταφέρεται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιρο φόρητος, ποταμο φόρητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»