-
1 ποταμοφόρητος
ποτᾰμο-φόρητος, ον,A carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39;γῆ π. PStrassb.5.10
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποταμοφόρητος
См. также в других словарях:
κηρεσσιφόρητος — κηρεσσιφόρητος, ον (Α) αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek
υγροφόρητος — ον, ΜΑ αυτός που μεταφέρεται ή παρασύρεται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιρο φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek
υδατοφόρητος — ον, Μ αυτός που παρασύρεται και μεταφέρεται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιρο φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek