-
1 ποτνιασμός
ποτνιασμός, ὁ, = ποτνίασις, Anrufen der Götter, Strab. 7, 3, 4.
-
2 ποτνιασμός
ποτνιασμός, ὁ, Anrufen der Götter
См. также в других словарях:
ποτνιασμός — ὁ, Α [ποτνιῶμαι] η ποτνίασις* … Dictionary of Greek
ποτνιασμούς — ποτνιασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)