-
121 κέντρον
1 goad, spurποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94
ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς P. 4.236
met., ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον sc. the skolion fr. 124. 4. κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. -
122 κίρναμι
κίρναμι (κίρνᾰμεν; κιρνᾰμεν: med. & pass. κίρνᾰται; κιρνᾰμένα: pf. κέκρᾶται; κεκρᾶμένον m., n. acc., - ᾶμέν(α) n. acc. codd.)1 blend of liquids.a deriving from the metaphor of a mixing-bowl of song, presented by the poet to the victor. ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι, κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει πόμ ἀοίδιμον i. e. foam from blending N. 3.78 μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων (Tric.: κιρνάμεναι codd.) I. 5.25θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ I. 6.3
ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181.*b of blood. ] ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι (ἐν del. Heringa: κεκραμένον Zuntz: κεκραμένα ἐν codd.) fr. 111. 1. met. συμβαλεῖν μὲν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος i. e. blood blended by descent from the Spartan Peisandros and the Theban Melanippos N. 11.36c pf. pass. met., be associated with ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου αἴνησα ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον endowed with O. 10.104 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ affect P. 10.41 -
123 κλειτός
1 illustriousκλειτᾶς Ἰαολκοῦ P. 4.77
κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας P. 10.33
[ κλειταῖς ἐν Ἀμύκλαῖς v. l. κλυταῖς) P. 11.32]ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37
κλειτᾷ γενεᾷ N. 6.61
]κλειτα[ Θρ. 6. 4. -
124 κλέος
κλέος (only nom., acc.)a fame of pers., things.λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23
τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.93
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
μέγα τοι κλέος αἰεί O. 8.11
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.21
τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός O. 10.95
γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν P. 3.111
τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε P. 4.174
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.63
λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι N. 9.39
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν I. 5.8
οὐδ' ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος I. 6.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.29
b in neutral sense,I = φάμα, report ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at report of him (cf. Fraenkel on Agam. 487) P. 4.125II reputation θανὼν ὡς παισὶκλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36
-
125 κλῖμαξ
-
126 κοσμέω
1 deck, dress richly ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις having dressed her in fine clothing P. 9.118καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.19
χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν as victors in the games Παρθ. 2.. ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται is richly laid out N. 1.22 met., honour,πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.46
-
127 κρίμναμι
κρίμναμι in tmesis,1 hang (against) ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων” ( κρημνάντων v. l.: v. ποτικρίμναμι) P. 4.25 -
128 λακτίζω
1 kick ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος ( λακτισδέμεν v. l.) P. 2.95 met., c. acc.,φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ I. 4.66
См. также в других словарях:
ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… … Dictionary of Greek
ποτί — πρός on the side of epic doric (indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότι — πότης drinker fem voc sg πότις one who drinks hot drinks fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαιατικά — Ποτῑδαιατικά , Ποτιδαιατικός neut nom/voc/acc pl Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαιάτας — Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc acc pl Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαία — Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαίας — Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαιατῶν — Ποτῑδαιᾱτῶν , Ποτιδαιάτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαιᾶται — Ποτῑδαιᾶται , Ποτιδαιάτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαιάταις — Ποτῑδαιά̱ταις , Ποτιδαιάτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτιδαιάτης — Ποτῑδαιά̱της , Ποτιδαιάτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)