-
1 ποτιτάσσω
A v. προστάσσω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτιτάσσω
См. также в других словарях:
ποιτάσσω — Α (δωρ. τ.) προστάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποι (βλ. λ. ποτί) + τάσσω] … Dictionary of Greek
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek
ποτιτάσσω — Α (δωρ. τ.) προστάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τάσσω] … Dictionary of Greek