-
1 ποτι-νίσσομαι
ποτι-νίσσομαι, dor. statt προςνίσσομαι.
-
2 νίσσομαι
νίσσομαι, = νέομαι, gehen, kommen, zurückgehen; οἴκαδε νισσόμεϑα, Od. 10, 42; νισσόμενον πόλεμόνδε, Il. 13, 186. 15, 577; τῇ νίσσοντο φορῆες, 18, 566; u. im fut., νίσομαι ἐξ Ἀΐδαο, 23, 76; ἐς ἑορτὰν ἵλαος νίσσεται, Pind. Ol. 3, 36; Αἰγᾶϑεν ποτὶ Ἶσϑμόν, N. 5, 37; u. von den Gesängen, ἀπὸ Πίσας νίσσοντ' ἐπ' ἀνϑρώπους ἀοιδαί; Ol. 3, 10; Eur. Hel. 1498 Cycl. 43; sp. D., τρέμε δ' ἅψεα νισσομένοιο, Ap. Rh. 2, 199; – νείσσομαι u. fut. νείσομαι finden sich theils auf Inscr. (vgl. Böckh Pind. Ol. 3, 10), theils als v. l. für νίσσομαι, νίσομαι, sind aber nur einzeln in die Texte aufgenommen, wie Noss. 2 (VI, 265), πολλάκις οὐρανόϑεν νεισομένα καϑορῇς; Asclpds 23 (V, 189), νείσσομαι; der Unterschied zwischen praes. u. fut. sollte aber nach Eust. überall festgehalten werden.
См. также в других словарях:
προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… … Dictionary of Greek
ποτινίσσομαι — Α (δωρ. τ.) προσνίσσομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + νίσσομαι] … Dictionary of Greek