-
1 ποταμογείτων
ποταμογείτωνpondweed: masc nom /voc sg -
2 ποταμογείτων
A pondweed, Potamogeton natans, Dsc.4.100, Luc.Trag.152, Ael.NA6.46.2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106.II epith. of a crocodile, PMag.Leid.W.25.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποταμογείτων
-
3 ποταμογείτονα
ποταμογείτωνpondweed: masc acc sg -
4 ποταμογείτονος
ποταμογείτωνpondweed: masc gen sg -
5 σταχυῖτις
A v.l. -ίτης).II = τριπόλιον, Id.3.106, 4.132 (v.l. -ίτης).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταχυῖτις
-
6 ἁλιμοκτόνον
A = ποταμογείτων, Ps.-Dsc.4.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιμοκτόνον
См. также в других словарях:
ποταμογείτων — pondweed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμογείτων — (potamogeton). Γένος πολυετών υδρόβιων φυτών της οικογένειας των ποταμογειτονιδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, που φυτρώνουν στις εύκρατες και θερμές χώρες και αφθονούν στα ρυάκια και τα έλη της Γαλλίας. Είναι φυτά με ρίζωμα που έρπει και… … Dictionary of Greek
ποταμογείτονα — ποταμογείτων pondweed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμογείτονος — ποταμογείτων pondweed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
σταχυΐτις — ίτιδος, ή, και σταχυϊτης, ου, ὁ, Α 1. το φυτό ποταμογείτων 2. το φυτό τριπόλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ῖτις)] … Dictionary of Greek
akʷā- (more properly ǝkʷā): ēkʷ- — akʷā (more properly ǝkʷā): ēkʷ English meaning: “water, river” Deutsche Übersetzung: “Wasser, Fluß” Note: From Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Root akʷü (more properly ǝkʷü ): ēkʷ : “water, river”; Root eĝhero : “lake,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
dhē-2 — dhē 2 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen” Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… … Proto-Indo-European etymological dictionary