-
41 πότε
whenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πότε
-
42 πότε-
occasionallyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πότε-
-
43 Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί
• Трутни горазды на плутниИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί
-
44 πότε.....πότε
ade's..... ade's -
45 δή-ποτε
δή-ποτε, richtiger δή ποτε geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und ποτέ, ihre gesonderte, ursprüngliche Bdtg, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 6, 162 Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμ ῷ φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα: hier hebt δή das Δήλῳ hervor und ποτέ heißt »einst«; Iliad. 19, 271 οὐκ ἂν δή ποτε ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἐμοῖσιν Ἀτρείδης ὤρινε διαμπερές; 1, 40 εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα ταύρων ἠδ' αἰγῶν, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ, vgl. 1, 394 Δία λίσαι, εἴ ποτε δή τι ἢ ἔπει ὤνησας κραδίην Διὸς ἠὲ καὶ ἔργῳ. – Eurip. Hecub. 484 ποῦ τὴν ἄνασσαν δήποτ' οὖσαν Ἰλίου Ἑκάβην ἄν ἐξεύροιμι; – Am häufigsten nach Homer in der Frage: τί δή ποτε, was denn in aller Welt? warum denn das? Plat. Gorg. 450 b; Xen. Mem. 3, 2, 2.
-
46 μηδέ-ποτε
μηδέ-ποτε, niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt μηδέ ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746.
-
47 μή-ποτε
μή-ποτε, niemals, daß nicht einmal, daß niemals, daß doch nie, in allen Vrbdgn, welche bei μή aufgeführt sind (vgl. οῦποτε); τῷ νῦν μήποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς ἀγλαΐην, Od. 19, 81; ὀμοῦμαι μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι, Il. 9, 133. 275; c. inf. fut., 9, 455. 19, 128; εἰ τῆςδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί, Aesch. Ch. 180; μήποτ' ἐν πόλει στάσιν τᾷδ' ἐπεύχομαι βρέμειν, Eum. 933; auch εἰςελϑέτω σε μήποτε, Prom. 1004; μήποτε μήποτέ μ' εὐνάτειραν ἴδοισϑε πέλουσαν, 896; εἴϑε μήποτε γνοίης, o möchtest du doch niemals erkennen, Soph. O. R. 1068; ἣν μήποτ' ἐγὼ προςιδεῖν ὁ τάλας ὤφελον ὄσσοις, Trach. 993; auch getrennt geschrieben u. mit einem dazwischen tretenden Worte, μὴ δόξῃς ποτέ, Ant. 758; τὸ μήποτε κινδυνεῦσαι, Plat. Rep. V, 467 b; ὅπως μήποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ, Xen. An. 1, 1, 4, öfter. – Bei Arist. eth. 10, 1 u. bes. bei den Gramm. bedeutet es geradezu »vielleicht«, eigtl. wie nescio an, ich weiß nicht, ob nicht einmal, vgl. Buttm. ad Dem. Mid. p. 134.
-
48 οὔ ποτε
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὔ ποτε
-
49 πώ-ποτε
πώ-ποτε, gew. mit einer Negation οὐ πώποτε, οὐδὲ πώπ οτε, noch niemals (s. oben), ohne Negation = irgend einmal, zuweilen, bei den Attikern; εἴ τις ἀνϑρώπων ἤδη πώποτε ἐσκέψατο, Plat. Theaet. 196 a. Besonders in solchen Fragen, welche nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind, wie ἤδη πώποτέ του ἤκουσας, Rep. I, 352 c; u. nach vorangehendem εἰ, wie εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε, Ar. Ran. 147 Ach. 405; vgl. noch Xen. Hell. 3, 5, 14 Mem. 4, 2, 24; Dem. ὥςτε μηδ' εἶ πώποτ' ᾠκήϑησαν προςελϑόντ' εἶναι ῥᾴδιον εἰπεῖν, 9, 26; auch noch bei Sp., wie Plut. u. Luc.
-
50 τί ποτε
τί ποτε, was denn? warum doch?
-
51 εἴ ποτε
εἴ ποτε, 1) wenn irgend einmal, wenn je, Hom. Il. 1, 39 u. A.; εἴποτε δή, Il. 1, 503. – 2) ob einmal, Il. 2, 97 u. sonst. – Die hom. Vrbdg εἴποτ' ἔην γε ist entweder (die natürlichste Erklärung) eine wehmüthige Erinnerung an das, was vordem war, δαὴρ αὖτ' ἐμὸς ἔσκε, εἴποτ' ἔην γε, Il. 3, 180, er war mein Schwager, wenn er es einst war, ach, er ist es leider nicht mehr, od. ein Wunsch, wenn er es doch noch wäre! Nach Hermann = wenn er je gewesen ist, was er jetzt nicht mehr ist; vgl. Il. 11, 761. 24, 426 Od. 15, 268. 19, 315. 24, 289.
-
52 μηδε-πώ-ποτε
μηδε-πώ-ποτε, noch niemals, Luc. Hermot. 31 u. sonst.
-
53 οὐ-πώ-ποτε
οὐ-πώ-ποτε, noch niemals, Hom., öfter c. praeterit., wie Aesch. Eum. 586; aber Od. 12, 98 c. praes.; – οὐ γάρ πώποτε, Il. 1, 154. 3, 442 u. öfter.
-
54 οὐδε-πώ-ποτε
-
55 οὐδέ-ποτε
οὐδέ-ποτε, ion. οὐδέ-κοτε, auch nicht jemals, d. i. niemals, nie; gew. mit dem Präteritum, und in Bezug auf eine andere Zeitdauer, ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς, οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων οἴχνεσκον, Il. 5, 788; οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ, 9, 471, u. sonst; auch getrennt, οὐδ' Ἆχιλῆά ποϑ' ὧδέ γ' ἐδείδιμεν, 6, 99; u. so auch in Prosa, wiewohl selten (vgl. οὐδεπώποτε); φιλίᾳ ἑπομένους οὐδέποτ' εἶχεν, Xen. An. 2, 6, 13; vgl. Lob. Phryn. p. 458; – auch c. praes., Od. 10, 565; Hes. Th. 759, wie Plat. Gorg. 473 b; – c. fut., Od. 2, 203; Hes. O. 178; οὐκ ἔμελλον ἄρα λείψειν οὐδέποτε, Soph. Phil. 1073; – öfter auch zweimal neben einander, 1182; u. so gew. in Prosa, Plat. Phil. 37 b Soph. 261 c u. sonst. – Uebrigens schwankt die Schreibart oft, u. es wird bald in einem Worte, bald getrennt geschrieben.
-
56 οὔ-ποτε
-
57 ὁποί-ποτε
ὁποί-ποτε, irgend wohin einmal, irgendwo, Plat. Ax. 365 c.
-
58 Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες– Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά– Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει– Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη• Копейка рубль бережет• Без копейки рубля не бывает• Из гроша рубли растутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
-
59 Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει– Σκέψου, πριν ενεργήσεις, κοίταξε, πριν πηδήσεις• Не зная броду, не суйся в водуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
-
60 Κάλλιο αργά παρά ποτέ
– Κάλλιο παραπέρα παρά καθόλου• Лучше поздно, чем никогдаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο αργά παρά ποτέ
См. также в других словарях:
πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… … Dictionary of Greek
ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου … Dictionary of Greek
πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή … Dictionary of Greek
ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά … Dictionary of Greek
Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek