-
1 πους
ποδός ὅ (acc. у Aesop. ποῦν; gen. dual. ποδοῖν - эп. ποδοῖϊν; dat. pl. ποσί - эп. ποσσί и πόδεσσι)1) нога, тж. ступняπόδα τιθέναι Arph. — шагать, идти;
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους Hom., ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὴ τὼ πόδε Theocr., ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. и ἐς κορυφέν ἐκ ποδός Anth. — с головы до ног, перен. с начала до конца;πόδεσσι νικᾶν Hom. и ποσσὴ, κρατεῖν Pind. — выйти победителем из состязания в беге;ὡς ποδῶν εἶχον τάχιστα Her., ὡς ἔχει ποδῶν Plat. и ὅπως ποδῶν Aesch., тж. ἀμφοῖν ποδοῖν Arph. — со всех ног, во всю прыть;μολὼν ποδί Eur. — прийдя;οἱ ἀφ΄ ἡσύχου ποδός Eur. — ведущие спокойную жизнь;τὰ πρὸ τῶν ποδῶν Xen., πρὸ ποδῶν Plat., τὰ πρὸς ποσίν Soph. и τὰ πρὸ τοῖν ποδοῖν Luc. — непосредственно данное;ὅ ἐν ποσί Her. — первый встречный;τὰ ἐν ποσί и τὰ παρὰ πόδα(ς) Soph., Plat., Luc. — обыденные (вещи) или настоящее, непосредственно наличное;παρὰ πόδα Plat. — внезапно, сразу;παρὰ πόδας Polyb. — тотчас же, тут же или в тот же момент;πὰρ ποδί Pind. — тотчас же;τῇ κατὰ πόδας ἡμέρᾳ Polyb. — на следующий день;ἐκ ποδῶν ( чаще ἐκποδὼν) εἶναι Her. — быть вдали;ἐπὴ πόδα ἀνάγειν или ἀναχωρεῖν Xen. — отступать лицом к противнику;ὑπὲρ τὸν πόδα εἶναι Luc. — быть не по ноге, перен. быть чрезмерным;περὴ πόδα Luc. — по ноге, впору, перен. подстать;καὴ χειρὴ καὴ ποδί Aeschin. — и рукой, и ногой, т.е. всеми средствами2) лапа, когтиἐν πόδεσσιν πέλειαν ἔχων Hom. — (ястреб), держащий в когтях голубя
3) щупальце (полипа) Hes.4) подножие, подошва(Ἴδης Hom.)
5) ножка, подставка(οἱ πόδες τῶν κλινῶν Xen.)
6) конец, край(ἀσκοῦ Eur., Plut.)
7) парусный канат, шкот Hom.χαλᾶν πόδα Eur. и ἐνδοῦναι τοῦ ποδός Luc. — ослабить канат
8) предполож. кормило, руль(νηός Hom.)
10) стих. стопа Arph. etc.
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek