-
1 ασκος
ὅἀσκὸν δέρειν τινά Arph. — сдирать с кого-л. шкуру
2) кожаный мех, бурдюк Hom., Thuc., Xen., Arst.ἀσκοῦ τὸν προύχοντα μέ λῦσαι πόδα погов. Eur., Plut. — невступать ни с кем в связь, т.е. не задерживаться на своем пути
3) кузнечный мех(ἀ. οἵῳ χαλκεῖς χρῶνται Polyb.)
-
2 εφελκω
и (только в aor.) ἐφελκύω, ион. ἐπέλκω (fut. ἐφέλξω, aor. ἐφείλκυσα)1) тянуть, тащить, волочить(τὰς οὐράς Her.; καλωδίῳ τι Thuc.)
ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. Her. — вести коня в поводу2) med. притягивать, подтягиватьτέν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. — затворить дверь3) med. увлекать за собой, похищать(γυναῖκα ἄκουσαν Plut.)
4) притаскивать, приносить(ποτῆρ΄ ἀσκοῦ μέτα Eur.)
5) med. вытягивать, извлекать(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τέν στρατιὰν ἐκ τῶν στενῶν Plut.)
τέν κλεῖν ἐ. Lys. — вынуть (и унести) ключ6) med. натягивать(κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plut.)
7) стягивать, т.е. хмурить(ὀφρῦς Anth.)
8) med. (sc. τὸν πόδα) волочить ногу(χωλαίνειν καὴ ἐ. Plat.)
9) (тж. ἐ. ξὺν αὑτῷ Eur.) влечь за собой, приводить с собой, порождать(πολλὰς ξυμφοράς, med. πολλὰ κακά Eur.)
10) med. волочиться (по земле)(ἐφελκομένοισι πόδεσσιν Hom.)
11) med.-pass. медлить, задерживаться(ἐφελκομένη ἐπικουρία Polyb.)
οἱ ἐφελκόμενοι Her. — отставшие (в пути)12) med. приобретать, усваивать(τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen.; δόξας κενάς Plut.)
13) med. присваивать себе(ὄνομά τι Plut.)
14) тж. med. привлекать, манить(ῥείθροισιν ἐφελκόμενος - v. l. ἐφεξόμενος - μαλακοῖσιν HH.)
αὐτὸς ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος Hom. — оружие само просится в руки человека;μέ τούτῳ ἐφέλκεσθε Thuc. — не давайте увлечь себя этим, т.е. не поддавайтесь этому соблазну -
3 πους
ποδός ὅ (acc. у Aesop. ποῦν; gen. dual. ποδοῖν - эп. ποδοῖϊν; dat. pl. ποσί - эп. ποσσί и πόδεσσι)1) нога, тж. ступняπόδα τιθέναι Arph. — шагать, идти;
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους Hom., ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὴ τὼ πόδε Theocr., ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. и ἐς κορυφέν ἐκ ποδός Anth. — с головы до ног, перен. с начала до конца;πόδεσσι νικᾶν Hom. и ποσσὴ, κρατεῖν Pind. — выйти победителем из состязания в беге;ὡς ποδῶν εἶχον τάχιστα Her., ὡς ἔχει ποδῶν Plat. и ὅπως ποδῶν Aesch., тж. ἀμφοῖν ποδοῖν Arph. — со всех ног, во всю прыть;μολὼν ποδί Eur. — прийдя;οἱ ἀφ΄ ἡσύχου ποδός Eur. — ведущие спокойную жизнь;τὰ πρὸ τῶν ποδῶν Xen., πρὸ ποδῶν Plat., τὰ πρὸς ποσίν Soph. и τὰ πρὸ τοῖν ποδοῖν Luc. — непосредственно данное;ὅ ἐν ποσί Her. — первый встречный;τὰ ἐν ποσί и τὰ παρὰ πόδα(ς) Soph., Plat., Luc. — обыденные (вещи) или настоящее, непосредственно наличное;παρὰ πόδα Plat. — внезапно, сразу;παρὰ πόδας Polyb. — тотчас же, тут же или в тот же момент;πὰρ ποδί Pind. — тотчас же;τῇ κατὰ πόδας ἡμέρᾳ Polyb. — на следующий день;ἐκ ποδῶν ( чаще ἐκποδὼν) εἶναι Her. — быть вдали;ἐπὴ πόδα ἀνάγειν или ἀναχωρεῖν Xen. — отступать лицом к противнику;ὑπὲρ τὸν πόδα εἶναι Luc. — быть не по ноге, перен. быть чрезмерным;περὴ πόδα Luc. — по ноге, впору, перен. подстать;καὴ χειρὴ καὴ ποδί Aeschin. — и рукой, и ногой, т.е. всеми средствами2) лапа, когтиἐν πόδεσσιν πέλειαν ἔχων Hom. — (ястреб), держащий в когтях голубя
3) щупальце (полипа) Hes.4) подножие, подошва(Ἴδης Hom.)
5) ножка, подставка(οἱ πόδες τῶν κλινῶν Xen.)
6) конец, край(ἀσκοῦ Eur., Plut.)
7) парусный канат, шкот Hom.χαλᾶν πόδα Eur. и ἐνδοῦναι τοῦ ποδός Luc. — ослабить канат
8) предполож. кормило, руль(νηός Hom.)
10) стих. стопа Arph. etc.
См. также в других словарях:
ἀσκοῦ — ἀ̱σκοῦ , ἀσκέω work imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀσκέω work pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀ̱σκοῦ , ἀσκόομαι imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀσκόομαι pres imperat mp 2nd sg ἀσκόομαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἀσκός skin … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
κύρτωμα — το (Α κύρτωμα) [κυρτῶ, όω] κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα τού οστού» β. «κύρτωμα τής αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ούθαρ — οὖθαρ, ατος, τὸ, πληθ. οὔθατα και οὔθαρα (Α) 1. μαστός ζώου («γάλακτος οὔθατα πιδῶσιν», Θεόκρ.) 2. το στήθος τών γυναικών μαζί με τους μαστούς («πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;», Αισχύλ.) 3. φρ. «οὖθαρ ἀρούρης» μτφ. γονιμότατη, πλουσιότατη γη 4 … Dictionary of Greek
ποδεών — ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος… … Dictionary of Greek
τουλουμοτύρι — το, Ν (τροφ. τεχνολ.) ελληνικό λευκό τυρί άλμης που παραδοσιακά παρασκευάζεται με γάλα αιγοπροβάτων, αλλ. τυρί ασκού ή τυρί τουλουμήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμι + τυρί] … Dictionary of Greek
φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… … Dictionary of Greek
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek