-
1 ποσοποιος
-
2 ποσοποιός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποσοποιός
-
3 ποσοποιός
-
4 ποσοποιόν
ποσοποιόςmaking a certain quantity: masc /fem acc sgποσοποιόςmaking a certain quantity: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ποσοποιός — όν, Α αυτός που δημιουργεί μια ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσόν + ποιός*] … Dictionary of Greek
ποσοποιόν — ποσοποιός making a certain quantity masc/fem acc sg ποσοποιός making a certain quantity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek