Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποσοποιός

См. также в других словарях:

  • ποσοποιός — όν, Α αυτός που δημιουργεί μια ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσόν + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ποσοποιόν — ποσοποιός making a certain quantity masc/fem acc sg ποσοποιός making a certain quantity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»