-
1 ποσί-δεσμος
ποσί-δεσμος, die Füße bindend, Plat. Crat. 402 e.
-
2 ποσίδεσμος
-
3 ποσιδεσμος
ὅ связывающий ноги (вымышленное слово, от которого якобы происходит имя Ποσειδῶν) Plat. Γςατωμ. 402 е
См. также в других словарях:
ποσίδεσμος — ὁ, Α ο ποδόδεσμος, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί τού πούς + δεσμός] … Dictionary of Greek