-
1 πορφύρειον
πορφύρειον, τό, = πορφύριον, Strab., v. l.
-
2 πορφύριον
См. также в других словарях:
πορφύρειον — πορφύρειος masc/fem acc sg πορφύρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρείοις — πορφύρειος masc/fem/neut dat pl πορφυρεῖον dyehouse for purple neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)