Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πορφυρευτικός

См. также в других словарях:

  • πορφυρευτικός — ή, όν, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρευτικαί — πορφυρευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρευτική — πορφυρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»