-
1 πορφυρευτικος
-
2 πορφυρευτικός
πορφυρευτικός, zum πορφυρεύς gehörig; στέγαι, Eur. I. T. 263; τέχνη, die Kunst, Purpurschnecken zu fangen, Poll. 7, 139.
-
3 πορφυρευτικός
πορφυρευτικός, zum πορφυρεύς gehörig; τέχνη, die Kunst, Purpurschnecken zu fangen -
4 πορφυρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρευτικός
-
5 πορφυρευτικαί
πορφυρευτικόςof: fem nom /voc pl -
6 πορφυρευτική
πορφυρευτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
πορφυρευτικός — ή, όν, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός] … Dictionary of Greek
πορφυρευτικαί — πορφυρευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρευτική — πορφυρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)