Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πορσαίνω

См. также в других словарях:

  • πορσαίνω — Α βλ. πορσύνω …   Dictionary of Greek

  • πορσαίνω — πορσύνω preparing pres subj act 1st sg πορσύνω preparing pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»