-
1 πορνο-διδάσκαλος
πορνο-διδάσκαλος, Lehrmeister in der Hurerei, Aristaen. 1, 14, auch fem.
-
2 πορνοδιδάσκαλος
См. также в других словарях:
Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… … Dictionary of Greek