-
1 ποριστικός
ποριστικός, zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.
-
2 ποριστικος
3могущий доставить, умеющий обеспечить(ὅ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.)
δύναμις ποριστικέ ἀγαθῶν Arst. — сила, дающая блага, т.е. источник благ -
3 ποριστικός
ποριστικόςable to supply: masc nom sg -
4 ποριστικός
ποριστικός, zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend -
5 ποριστικός
η, ό[ν] могущий достать, добыть (что-л.), умеющий обеспечить (чём-л.) -
6 ποριστικός
A able to supply or procure,τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6
;ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh. 1366a37
, cf. Pl.Grg. 517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2;π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67
;π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποριστικός
-
7 βιο-ποριστικός
βιο-ποριστικός, Lebensunterhalt verschaffend, Euseb.
-
8 ποριστικόν
ποριστικόςable to supply: masc acc sgποριστικόςable to supply: neut nom /voc /acc sg -
9 ποριστικαί
ποριστικόςable to supply: fem nom /voc pl -
10 ποριστικοί
ποριστικόςable to supply: masc nom /voc pl -
11 ποριστικούς
ποριστικόςable to supply: masc acc pl -
12 ποριστική
ποριστικόςable to supply: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 ποριστικήν
ποριστικόςable to supply: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 ποριστικώτατος
ποριστικόςable to supply: masc nom superl sg -
15 ποριστικών
-
16 ποριστικῶν
-
17 ποριστική
-
18 ποριστικῇ
-
19 ποριστικαίς
-
20 ποριστικαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ποριστικός — able to supply masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικός — ή, ό / ποριστικός, ή, όν, ΝΑ [πορίζω] 1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτι («ἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.) 2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων … Dictionary of Greek
ποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πορισμό ή είναι χρήσιμος για πορισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποριστικῶν — ποριστικός able to supply fem gen pl ποριστικός able to supply masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικόν — ποριστικός able to supply masc acc sg ποριστικός able to supply neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικαῖς — ποριστικός able to supply fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικαί — ποριστικός able to supply fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικοί — ποριστικός able to supply masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικούς — ποριστικός able to supply masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικῇ — ποριστικός able to supply fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστική — ποριστικός able to supply fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)