Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πορθμός

См. также в других словарях:

  • πορθμός — ferry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμός — Αρχαία ελληνική πόλη στη δυτική ακτή της Εύβοιας, απέναντι στον Ωρωπό. Είχε κτιστεί από τον Φίλιππο, το 342 π.Χ. * * * ο, ΝΜΑ στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για… …   Dictionary of Greek

  • πορθμός — ο στενό θαλασσινό πέρασμα που χωρίζει δυο ξηρές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κουκ, πορθμός — Πορθμός (μήκος 205 χλμ.) που χωρίζει τα δύο νησιά της Νέας Ζηλανδίας και συνδέει τη θάλασσα της Τασμανίας στα Δ με τον Ειρηνικό ωκεανό στα Α. Το πλάτος του κυμαίνεται από 25 έως 150 χλμ., ενώ το μέγιστο βάθος του είναι 365 μ. Έλαβε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Μαλάκα, πορθμός της- — (Malacca). Πορθμός (μέγιστο μήκος 800 χλμ., πλάτος 55 300 χλμ., μέγιστο βάθος 200 μ.) της νοτιοανατολικής Ασίας, ανάμεσα στη χερσόνησο της Μαλάκα, τη Σουμάτρα, τη θάλασσα των Ανταμάν και τη Νότια Κινεζική θάλασσα. Εκβάλλουν σε αυτόν ποταμοί με… …   Dictionary of Greek

  • Μαγγελάνου, πορθμός του- — Δίοδος (μήκος 583 χλμ., πλάτος 20 30 χλμ.) που συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό, στη νότια άκρη της Νότιας Αμερικής, μεταξύ της Παταγονίας και των νησιών της Γης του Πυρός. Τον ανακάλυψε το 1520 ο Μαγγελάνος (βλ. λ. Μαγγελάνος,… …   Dictionary of Greek

  • Μπαμπ ελ-Μάντεμπ — Πορθμός (πλάτος 25 χλμ.) μεταξύ της ανατολικής αραβικής ακτής και της Αφρικής, που συνδέει την Ερυθρά θάλασσα με τον Ινδικό Ωκεανό. Ο πορθμός είναι σημαντικής στρατηγικής και οικονομικής σημασίας, γιατί απ’ αυτόν περνούν τα περισσότερα πλοία που… …   Dictionary of Greek

  • πορθμοῖο — πορθμός ferry masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμοῖς — πορθμός ferry masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμοί — πορθμός ferry masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμοῦ — πορθμός ferry masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»