-
1 ποντιας
-
2 πόντιας
(-άδος) η:πόντιας — абра бриз, лёгкий ветер
-
3 αυρα
эп.-ион. αὔρη ἥ1) дуновение, веяние, ветер(ок)(ψυχρή Hom.; ὀπωρινή HH.; εὐκρινέες αὖραι Hes.; ποντιάς Eur.; αὔ. ἀποπνέει Her.; αὔρας καλοῦμεν τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arst.)
2) запах, аромат(θυμιαμάτων αὖραι Arph.)
3) перен. движение, порыв(ψυχᾶς ἄδολοι αὖραι Eur.)
πολέμου μετάτροπος αὔ. Arph. — превратности войны -
4 βαπτω
1) погружать, окунать(τι εἴς τι Arst., Plut.)
2) погружать для закалки, закалять(πέλεκυν εἰν ὕδατι ψυχρῷ Hom.; ἀκίδας βελέων Anacr.; σίδηρος βαπτόμενος Plut.)
3) погружать, вонзать(ξίφος ἐν σφαγαῖσι Aesch.; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur.)
ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ βάψαι Soph. — нанести большой урон аргивскому войску4) окунать в краску, красить, окрашивать(ἐβάπτετο αἵματι λίμνη Batr.; εἵματα βεβαμμένα Her.; βάψαι ἔρια Plat.; τρίχας Anth.)
κροκωτὸν βάψασθαι Arph. — выкраситься в шафрановый цвет5) окунать в яд, отравлять(ἱούς Soph.; ἐχιὸναίῳ χόλῳ τι Anth.)
6) полоскать, мыть(τἄρια θερμῷ Arph.)
7) зачерпывать, черпать(ποντίας ἁλός Eur.; τᾷ κάλπιδι κηρία Theocr.)
8) погружаться(εἰς ψυχρόν Arst.)
9) тонуть(ναῦς ἔβαψεν Eur.)
-
5 γεφυρα
ἥ(Anth. тж. ῡ) Hom. только pl.
1) воен. полоса земли между враждебными армиями, предполье, плацдарм(πολέμοιο γέφυραι Hom.)
2) полоса, плотинаγ. ποντιάς или πόντου Pind. = Ἰσθμός
3) мост(γέφυραν ζευγνύναι Her.; γέφυραν λύειν Xen.)
γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. — мост, соединяющий оба материка
См. также в других словарях:
ποντιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντιάς — άδος, η, ΝΑ αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.) αρχ. φρ. «ποντιὰς γέφυρα» ο ισθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. ιάς (πρβλ. νησ ιάς)] … Dictionary of Greek
ποντίας — ποντίᾱς , πόντιος of the sea fem acc pl ποντίᾱς , πόντιος of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλος Ποντιάς — Οικισμός (υψόμ. 740 μ., 164 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων … Dictionary of Greek
Μικρός Ποντιάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσον του νομού, 56 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων … Dictionary of Greek
ποντιάδα — ποντιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντιάδες — ποντιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντιάδος — ποντιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντιάδων — ποντιάς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PALAEMON — I. PALAEMON Grammaticus Vicentinus, qui Romae vixit, sub Tiberio et Claudio Imepratorib. tantâ vir arrogantiâ, ut M. Varronem porcum appellaret; secum autem et natas et morituras literas iactaret. Luxuriae quoque ita indulsit, ut saepius in die… … Hofmann J. Lexicon universale
ROSMARINUS — λιβανωτὶς est coronaria Veterum Salmasio ad Solin. p. 405. Aliquando Ros simpliciter, ut apud Ovidium, Fast. l. 4. v. 440. Pars thyma, pars rorem, pars meliloton amant. Eo Lares coronatos, docet Horatius, Parvos coronatantem mavinô Rore Deos,… … Hofmann J. Lexicon universale