-
1 ποντικός
[понтикос] ουσ. а. мышь, крыса, мускул,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποντικός
-
2 крыса
-
3 мышь
-
4 кротовый
кротов||ыйприл τοῦ χάμουργα, τοῦ τυφλοπόντικα:\кротовыйая нора ἡ ποντικός ὠλιά. -
5 крыса
крыс||аж ὁ ἀρουραίος, ὁ ποντικός, τό ποντίκι:водяная \крыса ὁ ὑδρόβιος μῦς· ◊ канцелярская \крыса разг ὁ χαρτογιακάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης. -
6 мышь
мышьж ὁ ποντικός, ὁ μῦς:полевая \мышь ὁ ἀρουραίος· ◊ лету́чая \мышь ἡ νυκτε-ρίδα, ἡ νυκτερίς. -
7 домовый
επ.1. σπιτικός, οικιακός•домовый обыск έρευνα σπιτιού.
2. παλ. οικογενειακός•лекарь οικογενειακός γιατρός.
3. οικοδίαιτος•-ая мышь οικοδίαιτος ποντικός.
εκφρ.- ая книга – μητρώο ενοίκων•- ая контора – γραφείο διαχείρισης δημοσίων σπιτιών.
См. также в других словарях:
Ποντικός — from Pontus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικός — from Pontus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
ποντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόντο (θάλασσα), ο θαλασσινός. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή του Πόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγα(μ)πόντικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), πονηρός, κατεργάρικος: Μου συμπεριφέρθηκε μπαγαπόντικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ποντικά — Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικά — ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποντικῶν — Ποντικός from Pontus fem gen pl Ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικῶν — ποντικός from Pontus fem gen pl ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποντικόν — Ποντικός from Pontus masc acc sg Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικόν — ποντικός from Pontus masc acc sg ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)