-
1 Ἑλλησποντιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλλησποντιακός
-
2 Έλλήσποντος
Grammatical information: m.Meaning: Orig. name of the Propontis and the Dardanelles with a part of the sea which opens to the Aegaean and the Gulf of Melas; since the 5th cent. often limited to the straits of the Dardanelle. (Il.). Cf. V. Burr Nostrum mare (Würzb. Stud. z. Altertumswiss. 4 [1932]) 11ff.Compounds: Comp. Έλλησποντο-φύλακες name of the custom officials on the Hellespont;Derivatives: Έλλησπόντιος, - ποντιακός, f. - ποντιάς `hellespontic', Έλλησποντίας, Ion. - ίης ( ἄνεμος) name of the Northeastwind (cf. Chantr. Form. 95), Ion.-Att.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The traitional explanation as "Sea of Helle" is defended by Kretschmer Glotta 27, 29 against Burr (s. above). The old etymology seems most improbable to me.Page in Frisk: 1,500Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Έλλήσποντος
См. также в других словарях:
ποντιακός — ή, ό, Ν [πόντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τού Πόντου ή προέρχεται από τη χώρα τού Πόντου («ποντιακός χορός») 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ποντιακή και τα ποντιακά η ποντιακή διάλεκτος … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
Pontic Greeks — Infobox Ethnic group group = Pontic Greeks nowrap|Έλληνες του Πόντου (Ρωμιοί) Pontic Greek man population = c. 3,000,000 regions = Greece, Georgia, Russia, Ukraine, Kazakhstan, Turkey religions = Greek Orthodox Christianity, Sunni Islam langiages … Wikipedia
Loutrochori — Λουτροχώρι … Deutsch Wikipedia
Понтийцы — Проверить информацию. Необходимо проверить точность фактов и достоверность сведений, изложенных в этой статье. На странице обсуждения должны быть пояснения … Википедия
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek