-
61 πονηροτάτοις
πονηρόςoppressed by toils: masc /neut dat superl pl -
62 πονηροτάτου
πονηρόςoppressed by toils: masc /neut gen superl sg -
63 πονηροτάτους
πονηρόςoppressed by toils: masc acc superl pl -
64 πονηροτέρη
πονηρόςoppressed by toils: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
65 πονηροτέροις
πονηρόςoppressed by toils: masc /neut dat comp pl -
66 πονηροτέρου
πονηρόςoppressed by toils: masc /neut gen comp sg -
67 πονηροτέρους
πονηρόςoppressed by toils: masc acc comp pl -
68 πονηροί
πονηρόςoppressed by toils: masc nom /voc pl -
69 πόνηροι
πονηρόςoppressed by toils: masc nom /voc pl -
70 πονηρούς
πονηρόςoppressed by toils: masc acc pl -
71 πονήρους
πονηρόςoppressed by toils: masc acc pl -
72 πονηρέ
πονηρόςoppressed by toils: masc voc sg -
73 πόνηρε
πονηρόςoppressed by toils: masc voc sg -
74 πονηρή
πονηρόςoppressed by toils: fem nom /voc sg (epic ionic) -
75 πονηρήν
πονηρόςoppressed by toils: fem acc sg (epic ionic) -
76 πονηρόταται
πονηρόςoppressed by toils: fem nom /voc superl pl -
77 πονηρότατε
πονηρόςoppressed by toils: masc voc superl sg -
78 πονηρότατοι
πονηρόςoppressed by toils: masc nom /voc superl pl -
79 πονηρότατος
πονηρόςoppressed by toils: masc nom superl sg -
80 πονηρότερα
πονηρόςoppressed by toils: neut nom /voc /acc comp pl
См. также в других словарях:
πονηρός — oppressed by toils masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνηρος — πονηρός oppressed by toils masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
πονηρός, -ή — ό 1. ο κακοπροαίρετος, ο δόλιος, ο πανούργος: Πονηρός άνθρωπος. 2. έξυπνος, διαβολεμένος: Δεν τον γελάς, είναι πονηρός. 3. το αρσ. ως ουσ., πονηρός διάβολος, δαίμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόνηρος — ήρη, ον, Α (για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος. επίρρ... πονήρως με πόνηρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
πονηρά — πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc pl πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc/acc dual πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρότερον — πονηρός oppressed by toils adverbial comp πονηρός oppressed by toils masc acc comp sg πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτάτω — πονηρός oppressed by toils masc/neut nom/voc/acc superl dual πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτάτων — πονηρός oppressed by toils fem gen superl pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτέρων — πονηρός oppressed by toils fem gen comp pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρῶν — πονηρός oppressed by toils fem gen pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)