Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πονηρός

  • 1 chytrácký

    πονηρός

    Česká-řecký slovník > chytrácký

  • 2 lstivý

    πονηρός

    Česká-řecký slovník > lstivý

  • 3 úskočný

    πονηρός

    Česká-řecký slovník > úskočný

  • 4 artful

    πονηρός

    English-Greek new dictionary > artful

  • 5 szczwany

    πονηρός

    Słownik polsko-grecki > szczwany

  • 6 kurnaz

    πονηρός, κατεργάρης, ατσίδα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kurnaz

  • 7 хитрый

    хитрый πονηρός, δόλιος, πανούργος
    * * *
    πονηρός, δόλιος, πανούργος

    Русско-греческий словарь > хитрый

  • 8 лукавый

    лукав||ый
    1. прил πανοῦργος, κατεργάρης, πονηρός·
    2. м ὁ πονηρός.

    Русско-новогреческий словарь > лукавый

  • 9 хитрый

    επ., βρ: хитр, хитра, хитро.
    1. πονηρός, δόλιος• πανούργος• -κατεργάρης•

    хитрый человек πονηρός άνθρωπος.

    || έντεχνος, περίτεχνος.
    2. έξυπνος, ευφυής. || πολυσύνθετος, πολύπλοκος, δύσκολος, δύσλυτος•

    -ое устройство πολύπλοκος μηχανισμός.

    Большой русско-греческий словарь > хитрый

  • 10 Bad

    adj.
    Wicked: P. and V. κακός, πονηρός, μοχθηρός, πανοῦργος, φαῦλος, φλαῦρος, V. παντουργός.
    Utterly bad: P. and V. πάγκακος, Ar. and P. παμπόνηρος.
    Unfortunate: P. and V. κακός, δυστυχής, δυσδαίμων, τυχής (rare V.), Ar. and V. δύσποτμος.
    Spurious: P. and V. κίβδηλος, Ar. and P. παρσημος.
    Incapable: P. and V. φαῦλος, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, πονηρός, δνατος.
    In bad health: see Ill.
    Injurious: P. and V. ἀσύμφορος, κακός, P. βλαβερός, Ar. and V. τηρός, V. λυμαντήριος; see Harmful.
    Sorry, mean: P. and V. φαῦλος, εὐτελής, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, Ar. and V. δείλαιος.
    Wine that has gone bad: P. οἶνος ἐξεστηκώς (Dem.).
    Rotten: Ar. and P. σαπρός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bad

  • 11 Mean

    adj.
    Low of degree: P. and V. ταπεινός, φαῦλος, κακός, πονηρός, Ar. and P. γεννής, V. γέννητος, Ar. and V. δυσγενής.
    Obscure: P. and V. δόκιμος. φανής, νώνυμος, P. ἄδοξος. V. βραχύς, βαιός, σημος, μαυρός.
    Dishonourable: P. and V. αἰσχρός, κακός, πονηρός, φαῦλος, μοχθηρός, κακοῦργος, νάξιος, Ar. and P. γεννής.
    Poor, humble: P. and V. ταπεινός, φαῦλος, μικρός, σμικρός; see Poor.
    Shabby, worthless: P. and V. κακός, φαῦλος, εὐτελής.
    Stingy: P. and V. αἰσχροκερδής, φιλάργυρος, Ar. and P. φιλοκερδής, φειδωλός.
    ——————
    subs.
    Middle point: use P. and V. μέσον, τό.
    Strike the mean between the largest also smallest number of ships given: P. πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν (Thuc. 1, 10).
    The golden mean: P. and V. τὸ μέτριον, τὰ μέτρια.
    ——————
    v. trans.
    Signify, with personal subject: P. and V. λέγειν, φράζειν, εἰπεῖν, V. ἐννέπειν, Ar. and P. διανοεῖσθαι; with non-personal subject: Ar. and P. νοεῖν, δνασθαι, P. βούλεσθαι, σημαίνειν, φρονεῖν (Thuc. 5, 85), V. θέλειν (Eur., Hipp. 865 and Supp. 1055).
    absol. with infin., intend: P. and V. βουλεύειν, νοεῖν, ἐννοεῖν, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
    Be about to: P. and V. μέλλειν.
    Mean to do ( a thing): Ar. and V. δρασείειν (τι), V. ἐργασείειν (τι).
    To whom their survival also success meant most: P. ᾧ ἐκείνους σωθῆναι καὶ κατορθῶσαι μάλιστα διέφερεν (Dem. 321).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mean

  • 12 Miserable

    adj.
    P. and V. ταλαίπωρος, θλιος, οἰκτρός, μοχθηρός (Plat.), Ar. and V. τλας, τλήμων, πολύπονος, V. δυσταλς.
    Utterly miserable: Ar. and V. πανθλιος. V. παντλας, παντλήμων.
    Dejected: P. and V. θυμος (Xen.). V. δύσθυμος, δύσφρων.
    Wretched, unfortunate: P. and V. δυστυχής, δυσδαίμων, τυχής (Eur., Heracl. 460, but rare V.), V. μοιρος (also Plat. but rare P.), ἄμμορος, Ar. and V. σχέτλιος. δύστηνος, δείλαιος (rare P.), V. δϊος μέλεος, νολβος, Ar. κακοδαίμων; see Unhappy.
    Distressing: P. and V. βαρς, ὀχληρός, λυπηρός, κακός, νιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, θλιος, Ar. and P. χαλεπός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), δύσοιστος.
    Lamentable: V. πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος. δυσθρήνητος.
    Sorry, mean: P. and V. φαῦλος, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, πονηρός, V. δείλαιος.
    Inefficient: P. and V. φαῦλος, κακός, εὐτελής, Ar. and P. πονηρός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miserable

  • 13 вороватый

    воро́в||а́тый
    прил κατεργάρικος, πονηρός:
    \вороватыйа́тые глаза πονηρά μάτια.

    Русско-новогреческий словарь > вороватый

  • 14 каков

    каков
    мест. вопр., опред. и относ. τί είδους, τί λογής:
    \каков хитрец! τί κατεργάρης!, τί πονηρός!· ◊ вот он \каков! разг νά ποιός εἶναι!· \каков по́п, тако́в и приход погов. κατά τό μαστρογιάννη καί τά κοπέλια του.

    Русско-новогреческий словарь > каков

  • 15 нечистый

    нечи́ст||ый
    1. прил ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος:
    \нечистыйая совесть перен ὄχι καθαρή συνείδηση·
    2. прил (с примесью) νοθευμένος, ἀνακατεμένος:
    \нечистый цвет τό ἀνακατεμένο χρῶμα·
    3. прил (нечестный) ἀτιμος:
    \нечистыйое дело ἡ βρωμο-δουλειά· \нечистый на руку ἀπατεώνας, μπαγα-πόντης· ◊ \нечистыйая сила фольк. τό πονηρό πνεύμα, ὁ πονηρός, ὁ ἐξαποδῶ· \нечистый выговор ἡ μπερδεμένη προφορά, ἡ ἐλαττωματική προφορά·
    4. м фольк. ὁ διάβολος, ὁ ἐξαποδῶ.

    Русско-новогреческий словарь > нечистый

  • 16 перехитрить

    перехитрить
    сов (кого-л.) φαίνομαι πιό πονηρός, βγαίνω πιό ἐξυπνος ἀπό κάποιον, βάζω τά γυαλιά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > перехитрить

  • 17 плутовской

    плутовс||ко́й
    прил πανοῦργος, κα-τεργάρικος / δόλιος, πονηρός (хитрый).

    Русско-новогреческий словарь > плутовской

  • 18 пронырливый

    проныр||ливый
    прил разг καταφερτζής, πονηρός.

    Русско-новогреческий словарь > пронырливый

  • 19 ранний

    ранн||ий
    прил
    1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:
    \раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά
    2. (о времени):
    с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·
    3. перен (о начальном периоде) πρώτος:
    \раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός.

    Русско-новогреческий словарь > ранний

  • 20 тонкий

    тонк||ий
    прил
    1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):
    \тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·
    2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:
    \тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·
    3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:
    \тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·
    4. (хитрый, ловкий) πονηρός:
    \тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης.

    Русско-новогреческий словарь > тонкий

См. также в других словарях:

  • πονηρός — oppressed by toils masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνηρος — πονηρός oppressed by toils masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… …   Dictionary of Greek

  • πονηρός, -ή — ό 1. ο κακοπροαίρετος, ο δόλιος, ο πανούργος: Πονηρός άνθρωπος. 2. έξυπνος, διαβολεμένος: Δεν τον γελάς, είναι πονηρός. 3. το αρσ. ως ουσ., πονηρός διάβολος, δαίμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόνηρος — ήρη, ον, Α (για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος. επίρρ... πονήρως με πόνηρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

  • πονηρά — πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc pl πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc/acc dual πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρότερον — πονηρός oppressed by toils adverbial comp πονηρός oppressed by toils masc acc comp sg πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηροτάτω — πονηρός oppressed by toils masc/neut nom/voc/acc superl dual πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηροτάτων — πονηρός oppressed by toils fem gen superl pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηροτέρων — πονηρός oppressed by toils fem gen comp pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρῶν — πονηρός oppressed by toils fem gen pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»