-
1 chytrácký
πονηρός -
2 lstivý
πονηρός -
3 úskočný
πονηρός -
4 artful
πονηρός -
5 szczwany
πονηρός -
6 kurnaz
πονηρός, κατεργάρης, ατσίδα -
7 хитрый
-
8 лукавый
лукав||ый1. прил πανοῦργος, κατεργάρης, πονηρός·2. м ὁ πονηρός. -
9 хитрый
επ., βρ: хитр, хитра, хитро.1. πονηρός, δόλιος• πανούργος• -κατεργάρης•хитрый человек πονηρός άνθρωπος.
|| έντεχνος, περίτεχνος.2. έξυπνος, ευφυής. || πολυσύνθετος, πολύπλοκος, δύσκολος, δύσλυτος•-ое устройство πολύπλοκος μηχανισμός.
-
10 Bad
adj.In bad health: see Ill.Wine that has gone bad: P. οἶνος ἐξεστηκώς (Dem.).Rotten: Ar. and P. σαπρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bad
-
11 Mean
adj.Low of degree: P. and V. ταπεινός, φαῦλος, κακός, πονηρός, Ar. and P. ἀγεννής, V. ἀγέννητος, Ar. and V. δυσγενής.Dishonourable: P. and V. αἰσχρός, κακός, πονηρός, φαῦλος, μοχθηρός, κακοῦργος, ἀνάξιος, Ar. and P. ἀγεννής.Shabby, worthless: P. and V. κακός, φαῦλος, εὐτελής.——————subs.Middle point: use P. and V. μέσον, τό.Strike the mean between the largest also smallest number of ships given: P. πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν (Thuc. 1, 10).The golden mean: P. and V. τὸ μέτριον, τὰ μέτρια.——————v. trans.Signify, with personal subject: P. and V. λέγειν, φράζειν, εἰπεῖν, V. ἐννέπειν, Ar. and P. διανοεῖσθαι; with non-personal subject: Ar. and P. νοεῖν, δύνασθαι, P. βούλεσθαι, σημαίνειν, φρονεῖν (Thuc. 5, 85), V. θέλειν (Eur., Hipp. 865 and Supp. 1055).Be about to: P. and V. μέλλειν.To whom their survival also success meant most: P. ᾧ ἐκείνους σωθῆναι καὶ κατορθῶσαι μάλιστα διέφερεν (Dem. 321).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mean
-
12 Miserable
adj.P. and V. ταλαίπωρος, ἄθλιος, οἰκτρός, μοχθηρός (Plat.), Ar. and V. τάλας, τλήμων, πολύπονος, V. δυσταλάς.Wretched, unfortunate: P. and V. δυστυχής, δυσδαίμων, ἀτυχής (Eur., Heracl. 460, but rare V.), V. ἄμοιρος (also Plat. but rare P.), ἄμμορος, Ar. and V. σχέτλιος. δύστηνος, δείλαιος (rare P.), V. δάϊος μέλεος, ἄνολβος, Ar. κακοδαίμων; see Unhappy.Distressing: P. and V. βαρύς, ὀχληρός, λυπηρός, κακός, ἀνιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, ἄθλιος, Ar. and P. χαλεπός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), δύσοιστος.Lamentable: V. πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος. δυσθρήνητος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miserable
-
13 вороватый
воро́в||а́тыйприл κατεργάρικος, πονηρός:\вороватыйа́тые глаза πονηρά μάτια. -
14 каков
каковмест. вопр., опред. и относ. τί είδους, τί λογής:\каков хитрец! τί κατεργάρης!, τί πονηρός!· ◊ вот он \каков! разг νά ποιός εἶναι!· \каков по́п, тако́в и приход погов. κατά τό μαστρογιάννη καί τά κοπέλια του. -
15 нечистый
нечи́ст||ый1. прил ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος:\нечистыйая совесть перен ὄχι καθαρή συνείδηση·2. прил (с примесью) νοθευμένος, ἀνακατεμένος:\нечистый цвет τό ἀνακατεμένο χρῶμα·3. прил (нечестный) ἀτιμος:\нечистыйое дело ἡ βρωμο-δουλειά· \нечистый на руку ἀπατεώνας, μπαγα-πόντης· ◊ \нечистыйая сила фольк. τό πονηρό πνεύμα, ὁ πονηρός, ὁ ἐξαποδῶ· \нечистый выговор ἡ μπερδεμένη προφορά, ἡ ἐλαττωματική προφορά·4. м фольк. ὁ διάβολος, ὁ ἐξαποδῶ. -
16 перехитрить
перехитритьсов (кого-л.) φαίνομαι πιό πονηρός, βγαίνω πιό ἐξυπνος ἀπό κάποιον, βάζω τά γυαλιά σέ κάποιον. -
17 плутовской
плутовс||ко́йприл πανοῦργος, κα-τεργάρικος / δόλιος, πονηρός (хитрый). -
18 пронырливый
проныр||ливыйприл разг καταφερτζής, πονηρός. -
19 ранний
ранн||ийприл1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:\раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά2. (о времени):с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·3. перен (о начальном периоде) πρώτος:\раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός. -
20 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης.
См. также в других словарях:
πονηρός — oppressed by toils masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνηρος — πονηρός oppressed by toils masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
πονηρός, -ή — ό 1. ο κακοπροαίρετος, ο δόλιος, ο πανούργος: Πονηρός άνθρωπος. 2. έξυπνος, διαβολεμένος: Δεν τον γελάς, είναι πονηρός. 3. το αρσ. ως ουσ., πονηρός διάβολος, δαίμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόνηρος — ήρη, ον, Α (για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος. επίρρ... πονήρως με πόνηρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
πονηρά — πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc pl πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc/acc dual πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρότερον — πονηρός oppressed by toils adverbial comp πονηρός oppressed by toils masc acc comp sg πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτάτω — πονηρός oppressed by toils masc/neut nom/voc/acc superl dual πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτάτων — πονηρός oppressed by toils fem gen superl pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτέρων — πονηρός oppressed by toils fem gen comp pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρῶν — πονηρός oppressed by toils fem gen pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)