-
1 πομπεύς
Aπομπῆς Pl.Com.85
: ([etym.] πομπός):— one who attends or escorts, conductor, guide, Od.3.325, 376; of favourable winds,οὖροι νηῶν πομπῆες 4.362
.2 one who takes part in a procession, Th.6.58, IG22.334.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πομπεύς
См. также в других словарях:
πορφυρεύς — έως, ὁ, Α ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. εύς (πρβλ. πομπ εύς)] … Dictionary of Greek