-
1 πίνω
1 drink ( Θήβαν)τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι O. 6.86
τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.52
ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8
ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες fr. 166. 5.
См. также в других словарях:
αδιάντροπος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται ντροπή, συστολή, αναιδής, ξετσίπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δι εντρέπομαι ή < επίθ. αδιάτροπος, παράλλ. τ. τού αδιάτρεπτος: το ν από επίδραση του εντρέ πομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαντροπεύομαι, αδιαντροπιά] … Dictionary of Greek