-
1 πολυδάκρυος
πολῠ-δάκρῠος, ον, = sq.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδάκρυος
См. также в других словарях:
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek