Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολῠ-γληνος

См. также в других словарях:

  • ιόγληνος — ἰόγληνος, ήνη, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. μελί γληνος, πολύ γληνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύγληνος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια 2. μτφ. αυτός που έχει πολλές τρύπες, πολλά ανοίγματα («πολύγληνος σαγήνη» δίχτυ με πολλά μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γληνος (< γλήνη «κόρη του οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] …   Dictionary of Greek

  • τανύγληνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. πολύ γληνος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»