-
1 πολυγαθής
1 giving much joy ( Ἥραν) τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες (v. l. - γαθέος) P. 2.28 τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. Διώνυσος πολυγαθὴς fr. 153. -
2 πολυγαθής
πολυγᾱθής, πολυγαθήςmasc /fem nom sgπολυγᾱθής, πολυγηθήςmuch-cheering: masc /fem nom sg (doric) -
3 πολυγαθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγαθής
-
4 πολυγαθέα
πολυγᾱθέα, πολυγαθήςneut nom /voc /acc pl (epic ionic)πολυγᾱθέα, πολυγαθήςmasc /fem acc sg (epic ionic)πολυγᾱθέα, πολυγηθήςmuch-cheering: neut nom /voc /acc pl (epic doric ionic)πολυγᾱθέα, πολυγηθήςmuch-cheering: masc /fem acc sg (epic doric ionic) -
5 πολυγαθέες
πολυγᾱθέες, πολυγαθήςmasc /fem nom /voc pl (epic ionic)πολυγᾱθέες, πολυγηθήςmuch-cheering: masc /fem nom /voc pl (epic doric ionic) -
6 ἁγνός
1 holy.a of persons, divine or semi-divine καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (sc. Ἥλιον.) O. 7.60 “ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103 “ ἁγνὸν Ἀπόλλων”. P. 9.64 ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.b of things, belonging to, or administered by divinitiesκαὶ μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε O. 3.21
ἀείδει μὲν ἅλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν sc. of Pallas Athene. O. 5.10 τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (cf. Ἁφαίστοιο v. 25) P. 1.21ἔνθ' ἁγνὸν Ποσειδάωνος ἕσσαντ ἐνναλίου τέμενος P. 4.204
πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ I. 6.74
( Ζεύς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.c frag. ]ἁγνᾶς αγι[ Πα. 7. c. 1. -
7 αὐξανω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
8 αὔξω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
9 δένδρεον
1 treeἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων O. 2.73
ἀλλοὐ καλὰ δένδρἐἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32
αὔξεται δ' ἀρετά, χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον ᾄσσει (Boeckh: ἀίσσει codd.: lacunam statuit F. Vogt) N. 8.40δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλοῦτῳ ἴσον N. 11.40
< δενδρέοις> (supp. Wil.) Θρ... δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ (sc. βαίνειν· δένδρῳ codd.: corr. Boeckh) fr. 230. -
10 Διώνυσος
Δῐώνῡσος, Διόνῡσος (Διώνυσος, -ου, -οιο; Διονύσου, -ον.) son of Zeus and Semele, god of wine, in whose honour the dithyramb was sung (O. 13.18, fr. 75. 9—12.) companion of Demeter (I. 7.5), called also Bromios, Eriboas, and ?Lyaios. The story of his capture by pirates whom he turned into dolphins (Hom. Hymn. 7), appears to have been treated in fragg. 236, 267. ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (Mosc.: Διον- codd.) O. 13.18 ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. Θήβα) I. 7.5 τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν (Boeckh: Διον- codd. Luciani) fr. 29. 5. εἰ καί τι Διω[νύς]ου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος (supp. Nairn: a ref. to the wine of Keos) Pae. 4.25 Διωνύσοιο καρπῷ (i. e. wine: Διον- codd. Athenaei: corr. Boeckh) fr. 124. 3. δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι (Wil.: Διον- codd. Plutarchi) fr. 153. ]Διόνυς[ Δ. 2. 31. ἔντι [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου μ]αιόμεναι (supp. Hermann, Wil.) Θρ. 3. 3. test., Herodian. 2. 492. 28L. οἱ δ (sc. Διόνυσον λέγουσιν) ἀπὸ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Νύσης τοῦ ὄρους ὠνομάσθαι· ἐπεὶ ἐν τούτῳ ἐγεννήθη, ὡς Πίνδαρος, καὶ ἀνετράφη fr. 85a, = 247 Schr. Herodian 2. 375. 12L. Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου (sc. Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα fr. 85. -
11 νομός
a herbage δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.b pasture land ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν Rhodes O. 7.33 “ ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον” in Crete Pae. 4.51 -
12 ὀπώρα
ὀπώρα (-ας, -αν.)1 late summer δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153. met., οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd.: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν I. 2.5
-
13 φέγγος
1 light a. lit., of daylight “ ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (i. e. was born) P. 4.111b met., brilliance, gloryὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών ( ἔπεστιν φέγγος codd., transp. Heyne) P. 8.97Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν N. 3.64
Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.13
δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.42
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Μελαμφύλλου προπάροιθεν (i. e. victory) Pae. 2.68 δεν- δρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.
См. также в других словарях:
πολυγαθής — πολυγᾱθής , πολυγαθής masc/fem nom sg πολυγᾱθής , πολυγηθής much cheering masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαθής — ές, Α (δωρ. τ.) βλ. πολυγηθής … Dictionary of Greek
πολυγαθέα — πολυγᾱθέα , πολυγαθής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυγᾱθέα , πολυγαθής masc/fem acc sg (epic ionic) πολυγᾱθέα , πολυγηθής much cheering neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) πολυγᾱθέα , πολυγηθής much cheering masc/fem acc sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθής — ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, ον, Α τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γηθής / γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ γηθής] … Dictionary of Greek
πολυγαθέες — πολυγᾱθέες , πολυγαθής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) πολυγᾱθέες , πολυγηθής much cheering masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)