Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολῑτ-άρχης

См. также в других словарях:

  • θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»