Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύ-σκαρθμος

См. также в других словарях:

  • πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… …   Dictionary of Greek

  • ταχύσκαρθμος — ον, Α ταχυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σκαρθμός (< σκαίρω «σκιρτώ, πηδώ»), πρβλ. πολύ σκαρθμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»