-
1 πολύ-σαθρος
πολύ-σαθρος, sehr morsch, τριβώνιον, Luc. Philopatr. 21.
-
2 πολύσαθρος
A very rotten, unsound, Ps.-Luc.Philopatr.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσαθρος
-
3 πολύσαθρος
-
4 πολυσαθρος
См. также в других словарях:
πολύσαθρος — ον, Α εξαιρετικά σαθρός, πολύ σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαθρός «σάπιος»] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek